Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Μαρίνος Γερουλάνος, καθηγητής Χειρουργικής και ακαδημαϊκός, συγκαταλέγεται

ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες ιατρούς, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη

βελτίωση και διαμόρφωση των ιατρικών πραγμάτων, της νοσηλευτικής οργάνωσης,

της ιατρικής εκπαίδευσης γενικά, αλλά και ειδικότερα της χειρουργικής

εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Γόνος ευγενούς κεφαλονίτικης οικογένειας, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου είχε

καταφύγει η οικογένειά του εξαιτίας των καταστρεπτικών σεισμών της Κεφαλονιάς

στην εποχή του. Μετά τη συμπλήρωση των στοιχειωδών σπουδών στο Ληξούρι και της

Μέσης Εκπαίδευσης στο Αργοστόλι, σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου

απ’ όπου απεφοίτησε το 1892. Τον ίδιο χρόνο ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Στη

συνέχεια συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Βερολίνο (1892-93) υπό τους διαπρεπείς

καθηγητές Virchow, Leyden, Hennoch και von Bergmann. To 1894 εργάστηκε ως

βοηθός παθολογικής κλινικής στο Μόναχο, στον καθηγητή Ziemsen και μετά

προσελήφθη στο Βερολίνο από τον περίφημο καθηγητή Rotter. Από εκεί μεταπήδησε

το 1896 στην Πανεπιστημιακή Κλινική του καθηγητή Helferich στο Greifswald,

όπου και προήχθη σε επιμελητή και λίγο αργότερα σε υφηγητή. Το 1899,

ακολούθησε τον Helferich στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου, όπου το 1902 του

απενεμήθη ο τίτλος του εκτάκτου καθηγητού. Εδώ γνώρισε τον Franz Kuhn, ο

οποίος διασωλήνωσε πολλούς ασθενείς του. Ο Γερουλάνος έθεσε έτσι μια

πρωτοπορία στην τότε πρακτική της αναισθησιολογίας.

Το 1902 εκλήθη από τη Βασίλισσα Όλγα να αναλάβει τη διεύθυνση του Χειρουργικού

Τμήματος του Ευαγγελισμού, στο αμφιθέατρο του οποίου δίδαξε Χειρουργική επί 12

χρόνια. Το 1911 διορίστηκε καθηγητής Χειρουργικής Παθολογίας στο Εθνικό

Πανεπιστήμιο και το 1922 καθηγητής Χειρουργικής. Δίδαξε μέχρι το 1939

ανελλιπώς, εκτός από ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά το 1917, κατά το οποίο ­

παρ’ ότι ιατρός του Βενιζέλου ­ επαύθη με πολιτικές δικαιολογίες.

Κατά το διάστημα 1922-39 διηύθυνε τη Χειρουργική Κλινική αρχικά στο Δημοτικό

και μετέπειτα, το 1934, στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Όπως γράφει ο ίδιος στις

«Αναμνήσεις» του, όταν παρέλαβε την κλινική στο Δημοτικό:… «ήταν

κατωτέρα πάσης περιγραφής. Απετελείτο εκ δύο θαλάμων

ασθενών, ο μεν των ανδρών, δυνάμεως δέκα κλινών, ο

δε των γυναικών, εξ». Σ’ αυτούς έπρεπε να εκπαιδευθούν 135

τεταρτοετείς και 101 πεμπτοετείς φοιτητές. Με αφάνταστη εργατικότητα ο Μ.

Γερουλάνος κατάφερε πολύ γρήγορα να το μετατρέψει σ’ έναν ευπρόσωπο χώρο

παροχής ιατρικών υπηρεσιών και εκπαίδευσης ιατρών. Σχετικά με το Λαϊκό

Νοσοκομείο περιγράφει: «Η εξάρτησις του Λαϊκού Νοσοκομείου από το

Υπουργείο υπήρξεν η μεγάλη ατυχία, η οποία επέφερε

μεγίστας δυσχερείας εις την… λειτουργίαν του. Εδοκίμασεν

τούτο όλην την κακοδαιμονίαν της πολιτικής, παρ’ όλην την

καλήν πρόθεσιν και την υποστήριξιν του Πρωθυπουργού Τσαλδάρη.

Το Υπουργείο προέβη εν τάχει εις διορισμούς, ώστε κατά

την επιστροφήν μας (από το εξωτερικό) να εύρωμεν απάσας τας

θέσεις κατειλημμένας!.. Διά νόμου δε καθωρίσθη όπως άπαν το

προσωπικόν ευθύς εξ αρχής θεωρηθεί ως μόνιμον… έστω και αν

εγνώριζον ότι άπαντες οι διορισθέντες (40 σκαφτιάδες από την

ιδιαιτέραν πατρίδαν τού υπουργού) ήσαν όχι μόνον ακατάλληλοι και

ανίκανοι, αλλά και ευτελείς, άνευ διαθέσεως να

εργασθούν… Διευθυντής ωρίσθη νεαρός συγγενής του

υπουργού… Και παρ’ αυτώ φροντιστής άνθρωπος πανούργος και

διόλου ικανός, προ ουδενός δε εμποδίου υποχωρών».

Υπηρέτησε στον Στρατό σε όλους τους τότε αγώνες του Έθνους, όπως Βαλκανικούς,

επιστράτευση του 1917, Μικρασιατική Εκστρατεία και Αλβανικό.Μπήκε στη

Θεσσαλονίκη με τους πρώτους στρατιώτες και όταν το ίδιο βράδυ… «αργά μετά

το μεσονύκτιον, αφού παρεδόθη και ο τελευταίος τραυματίας,

εσκέφθημεν τι θα πράξωμεν και ημείς… Οδηγούμενοι υπό

αγνώστου, ο οποίος και επρότεινεν: να έλθετε να

μείνετε σπίτι μου… Και διερχόμενοι δρόμους τελείως

σκοτεινούς, ανωμάλους, οι οποίοι δεν ελάμβανον

τέλος…» έφθασαν κάπου κοντά στο Επταπύργιο, όπου ξύπνησαν τη μητέρα του

οδηγού. «Αποτεινόμενος προς αυτήν είπον: Πολύ λυπούμαι

διότι… τοιαύτην ώραν ήλθομεν να σας ανησυχήσωμεν» και εκείνη

του απαντά: «Μπα, παιδάκι μου, εμείς πεντακόσια χρόνια σας

επεριμέναμεν και τώρα λέτε πως μας ανησυχείτε». Ακόμα,

εντυπωσιάζει και η σχέση με τους Τούρκους αιχμαλώτους και τραυματίες, επίκαιρη

και αυτή για τις σημερινές σχέσεις.

Διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο γύρω στα 1935-36

«Αι σχέσεις των Ελλήνων ιατρών με τους ιατρούς του τουρκικού

στρατιωτικού νοσοκομείου υπήρξαν εξ αρχής αρμονικαί. Με απόφασιν

των ελληνικών στρατιωτικών αρχών, οι Τούρκοι τραυματίαι

και ασθενείς παρέμενον θεραπευόμενοι και νοσηλευόμενοι από όλως

ελευθέρως κινουμένους Τούρκους ιατρούς και νοσοκόμους μέχρι

πλήρους αποθεραπείας».

Η Μικρασιατική Εκστρατεία τον βρήκε βουλευτή πληρεξούσιο της Κεφαλονιάς και ως

εκ τούτου μη έχοντα στρατιωτική υποχρέωση. Παρ’ όλα αυτά, εζήτησε άδεια και

έφυγε εσπευσμένως. Πήρε μαζί του προσωπικό από την ιδιωτική του κλινική,

ιατρούς, βοηθούς νοσηλευτές και τρεις γυναίκες νοσοκόμους. Μέσω Σμύρνης

προωθήθηκε κοντά στην πρώτη γραμμή. Διοργάνωσε με τεράστιες δυσκολίες το

εκστρατευτικό χειρουργείο του Ουσσάκ, το οποίο φρόντισε σε λίγες εβδομάδες

πάνω από 3.000 τραυματίες. Εκεί παρέμεινε μέχρι την Καταστροφή. (Θα ήταν

χρήσιμο όσοι γράφουν για την ιστορία του διχασμού και της Μικρασιατικής

Καταστροφής να διαβάσουν τις λίγες, αλλά χαρακτηριστικές, σελίδες στις

«Αναμνήσεις του Μ. Γερουλάνου». Ίσως αλλάξουν θέση σε ορισμένα θέματα).

Ο Γερουλάνος ήταν μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών, η κορωνίδα των οποίων

ήταν η Γερμανική Εταιρεία Φυσιοδιφών και Ιατρών (κάτι ανάλογο της Γαλλικής

Ακαδημίας). Ήταν συνιδρυτής της Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρείας και αργότερα

επί σειρά ετών πρόεδρος. Υπήρξε πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών

(1906-1914, 1917).

Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1933 και πρόεδρός της το 1940. Αναγορεύτηκε

επίτιμος διδάκτωρ διαφόρων Πανεπιστημίων, όπως της Χαϊδελβέργης και της

Θεσσαλονίκης. Τιμήθηκε με μεγάλο αριθμό ξένων και ελληνικών παρασήμων.

Μεταπολεμικά δε και με τον Μεγαλόσταυρο.

Με στενούς του συνεργάτες και μαθητές του σε δύο διαφορετικές περιόδους, στην

Αθήνα και την Θεσσαλονίκη

Το επιστημονικό και συγγραφικό του έργο είναι πολύτιμο. Πάνω από διακόσιες

επιστημονικές εργασίες που αναφέρονται σε πολλούς τομείς της χειρουργικής,

όπως το νευρικό σύστημα, τα περιφερειακά νεύρα, οι παθήσεις των οστών, η

φυματίωση των οστών και των αρθρώσεων, η χειρουργική του θώρακα, η φυματίωση,

ο εχινόκοκκος, οι διάφορες παθήσεις της κοιλίας, νεοπλασίες, πολεμικά τραύματα

κ.ά. Πολλές είναι οι πρωτότυπες εργασίες, αλλά και οι χειρουργικές μέθοδοι.

Πρωτοποριακή και η γενική αναισθησία σε διασωληνωμένους ασθενείς, ήδη το 1928

σε εγχειρήσεις κοιλίας και θώρακος. Γεγονός για το οποίο ο διάσημος Sauerbruch

προσπάθησε να τον αποβάλλει από τη Γερμανική Χειρουργική Εταιρεία, επειδή

χρησιμοποίησε «μη φυσιολογικές μεθόδους». Προς το τέλος της ζωής του

ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πλευρά της ιατρικής που λέγεται «ιατρική της

προσωπικότητας». Χαρακτηριστικά είναι τα συγγράμματα: «Αι ψυχικαί επιδράσεις

ως νοσογόνος παράγων», «Η πίστις ως βασικός θεραπευτικός παράγων», «Ιατρική

της προσωπικότητας». Κορυφαίο όμως απ’ όλα τα συγγράμματά του, παραμένει το

βιβλίο του «Αναμνήσεις», που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.

Η δράση του Μαρίνου Γερουλάνου απλώνεται σε πολλούς τομείς. Εκτός από την

οργάνωση κλινικών στον Ευαγγελισμό, στο Δημοτικό, στο Λαϊκό, της ιδιωτικής του

κλινικής κ.ά., συνέβαλλε καταλυτικά στην άρτια οργάνωση του Ερυθρού Σταυρού,

του οποίου ήταν αντιπρόεδρος από το 1907 έως το 1943 (!), στη δημιουργία των

Σχολών Νοσηλευτικής, των εθελοντριών αδελφών του Ερυθρού Σταυρού, αλλά και της

Νοσηλευτικής Σχολής του Ευαγγελισμού.

Σε αντίθεση με τον αδελφό του Νικόλαο, με την πολιτική ασχολήθηκε μόνο μία

φορά, το 1922. Τότε εξελέγη παμψηφεί βουλευτής Κεφαλληνίας. Τον στήριξαν και

τον ψήφισαν ακόμη και αντίπαλοί του, υποψήφιοι άλλων κομμάτων. Μάλιστα στο

Ληξούρι, εκλογική του περιφέρεια, βρέθηκαν δύο ψήφοι λευκές, γεγονός που

συζητήθηκε δημόσια με απορία για το ποιοι ήταν αυτοί. Επρόκειτο για τη δική

του ψήφο και της γυναίκας του! Ευαισθησίες που σήμερα είναι άγνωστες.

Το Γερουλάνειο Ίδρυμα στην οδό Χαριλάου Τρικούπη 35

Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο υπήρξε μεγάλο. Δύο φορές την εβδομάδα

έκανε πάντοτε δωρεάν ιατρείο για τους απόρους, τους οποίους και χειρουργούσε

δωρεάν, αναλαμβάνοντας συχνά και το κόστος της νοσηλείας τους. Λίγο πριν από

τους Βαλκανικούς Πολέμους, το Πολεμικό Ναυτικό πούλησε την περιοχή της

Ηλιούπολης – Ελληνικού – Αλίμου, που είχε κληρονομήσει, προκειμένου να

αγοράσει ένα αντιτορπιλικό. Ο Μ. Γερουλάνος αγόρασε τότε το κτήμα Τράχωνες.

Όταν αργότερα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθαν οι πρόσφυγες, ο Μ.

Γερουλάνος δώρησε στους κατοίκους Αργυρούπολης και Σουρμένων, που προέρχονταν

από την Τραπεζούντα, τη σημερινή Αργυρούπολη. Επίσης δώρησε στο κράτος τη

σημερινή Λεωφόρο Βουλιαγμένης (από την Κάτω Ηλιούπολη μέχρι τη διασταύρωση

Σουρμένων) και μάλιστα σε πλάτος 100 μ., προκειμένου οι δύο νέοι συνοικισμοί

να έχουν απ’ ευθείας πρόσβαση στο κέντρο. Εκτιμώντας την προσφορά του, ο Δήμος

Αργυρουπόλεως τον τίμησε δίνοντας το όνομά του στη μεγαλύτερη λεωφόρο της

περιοχής. Αλλά και η Εκκλησία τον τίμησε ως μεγάλο ευεργέτη. Ο ίδιος και ο

υιός του Ιωάννης δώρησαν επίσης δεκάδες οικόπεδα για το κτίσιμο εκκλησιών της περιοχής.

Στο τέλος της ζωής του δώρησε την ιδιωτική του κλινική 185 κλινών και ο Νικ.

Σμπαρούνης την ιδιωτική του βιβλιοθήκη. Και τα δυο απετέλεσαν τον πυρήνα του

Γερουλανείου Ιδρύματος, δηλαδή ένα νοσοκομείο που είχε φθάσει να έχει 360

κρεβάτια. Προγραμμάτιζε δε επέκταση για μεν την Αθήνα σε 600 κρεβάτια, ενώ για

τα Μελίσσια σε 500 κρεβάτια. Η κακοδαιμονία του τόπου μας όμως δεν άφησε να

προχωρήσει το έργο. Στη δικτατορία, το ΙΚΑ καθυστερούσε να πληρώσει τα

χρωστούμενα νοσήλια ποσού 2.000.000 δρχ. Το Γερουλάνειο από την πλευρά του

χρωστούσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ποσό 800.000 δραχμών. Με

μεθοδεύσεις της τότε εξουσίας το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κήρυξε

πλειστηριασμό και πέτυχε να το αγοράσει το ΙΚΑ σε εξευτελιστική τιμή. Αν το

ΙΚΑ είχε καταβάλει το 1/5 του χρέους του στο Ταμείο Παρακαταθηκών για

λογαριασμό τού Γερουλανείου Ιδρύματος, θα είχε αποτραπεί ο πλειστηριασμός.

Συμπαιγνίες τέτοιου είδους θα πρέπει να αποτελέσουν μάθημα και να προϊδεάσουν

γι’ αυτές στο μέλλον και άλλα κοινωφελή Ιδρύματα.

Το πιο παρήγορο, όμως, είναι η αναγνώριση του έργου του από τον απλό πολίτη,

που τον τίμησε όπως μπορούσε. Το Ληξούρι, η Αθήνα, η Αλεξανδρούπολη, η Λάρισα,

η Κέρκυρα, η Αργυρούπολη, το Παλαιό Φάληρο και περιοχές στην Πελοπόννησο, τη

Στερεά και την Κρήτη, έβαλαν το όνομά του σε δρόμους τους. Ο Άλιμος τού

αφιέρωσε πλατεία με την προτομή του, αλλά και λεωφόρο. Πρόσφυγες με τουρκικά

ονόματα άλλαξαν το όνομά τους σε Γερουλάνος. Σε κινηματογραφικές ταινίες και

σε επιθεωρήσεις της εποχής του, το όνομά του ήταν συνδεδεμένο με τον σπουδαίο

χειρουργό και τον καλό άνθρωπο. Ακόμη και σε δημοτικό τραγούδι αναφέρεται:

Μάνα μου, το ‘παν οι γιατροί

τό ‘πε κι ο Γερουλάνος

Δεν ήλθε ακόμα η ώρα μου

δεν ήλθε ν’ αποθάνω.

Ή συνήθιζε να λέγεται για κάποιον που ήταν πολύ σοβαρά: «Ούτε ο

Γερουλάνος δεν τον σώζει».

Δίπλα σ’ εναν μεγάλο άνδρα στέκεται πάντα μια μεγάλη γυναίκα. Στην περίπτωση

του Μ. Γερουλάνου ήταν η μικροκαμωμένη Μαργαρίτα Mitzlaff, χωρίς τη βοήθεια

και τη συμπαράσταση της οποίας δεν θα ήταν δυνατόν το έργο του. Γνωρίστηκαν

στο Greifswald και παντρεύτηκαν στο Μόναχο πριν έλθουν στην Ελλάδα. Η κόρη

τους Έρρικα Καΐρη γράφει για εκείνην χαρακτηριστικά: «Η βορινή πατρίδα

της την είχε προικίσει με ικανότητα για αντικειμενική

αντίκρυση του κόσμου. Δεν έλεγε λόγια περιττά,

αλλά με έργα εξέφραζε τη σκέψη της. Πρακτική,

δραστήρια, με απόλυτη ευθύτητα σκέψης, μισούσε κάθε

συμβιβασμό, και κάθε τι που έμενε μισοτελειωμένο.

Εφρόντιζε για όλο το περιβάλλον της με ολοζώντανη αγάπη,

δύναμη και αφοσίωση. Η χαρά της ήταν να δίνει. Έτσι το

σπίτι της ήταν πάντα τόπος που έδινε δύναμη σε όλους και μόνον

όταν έλειψε ανάμεσά μας, ένιωσαν όλοι πόσο πολύτιμο ήταν

αυτό που εκείνη τόσο φυσικά προσέφερε». Δυστυχώς για τον Γερουλάνο πέθανε

πριν από αυτόν. Αμέσως μετά, εκείνος κατέρρευσε για να σβήσει δύο χρόνια

αργότερα. Με τον θάνατό της είχε φύγει και η ψυχή του. Τάφηκαν και οι δυο

δίπλα-δίπλα στο νεκροταφείο της εκκλησίας του κτήματος στους Τράχωνες Αργυρούπολης.

Το έργο του Μαρίνου Γερουλάνου δεν είναι εύκολο να αναλυθεί σε τούτο τον μικρό

χώρο. Το πράο και μειλίχιο ύφος του, η αγάπη και η καλοσύνη του προς τον

συνάνθρωπο, η απέραντη υπομονή προς τους αρρώστους, η έμφυτη ευγένεια, ο

συμβιβαστικός χαρακτήρας του προς τους συναδέλφους, η αναγνώριση των

συνανθρώπων του αλλά και των αντιπάλων του ως ισοτίμων, η εργατικότητα και η

λιτότητά του είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν σε όλους

αγαπητό. Μακάρι το παράδειγμά του να μένει πάντα ζωντανό, όχι μόνο ανάμεσα

στους μαθητές του, αλλά να αποτελέσει φάρο για τις επόμενες γενιές.