Ο Όσκαρ Λαφοντέν, υπερασπιστής του κράτους-προπυργίου ενάντια στην αδικία,

έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας

έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος των νεοφιλελεύθερων της Ευρώπης…



Η αποχώρηση του Λαφοντέν δεν ικανοποίησε μόνον τον καγκελάριο Σρέντερ και τον

διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Βιμ Ντούιζενμπεργκ. Η παραίτησή του

έφερε και ανάκαμψη του ευρώ

Προσοχή Όσκαρ». Το πρωτοσέλιδο της βρετανικής «Mirror» τον Νοέμβριο του 1998

αποδείχθηκε προφητικό. «Ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος της Ευρώπης», σύμφωνα με

την «Sun», αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική. Ο βρετανικός λαϊκός Τύπος ικανοποιήθηκε.

«Ο προϋπολογισμός και το μέλλον της Μεγάλης Βρετανίας κινδυνεύουν» έγραφε την

ίδια εποχή ένα βρετανικό ταμπλόιντ σχολιάζοντας τα σχέδια του Λαφοντέν για την

εναρμόνιση της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρώπη.

Η πρόσφατη παραίτηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ικανοποίησε, κατά πρώτο

λόγο, τα οικονομικά και βιομηχανικά συμφέροντα στην Ευρώπη. Και παρά το

γεγονός ότι η Αριστερά βρίσκεται στην εξουσία σχεδόν σε όλες τις πρωτεύουσες

των 11 της ζώνης ευρώ, η παραίτηση του 55χρονου Λαφοντέν ικανοποίησε και τους

πολιτικούς ιθύνοντες της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Λαφοντέν ενοχλούσε. Με τις

προκλήσεις, τους αυτοσχεδιασμούς και τις ­ μη συντηρητικές ­ πρωτοβουλίες του.

Ουσιαστικά «τελείωσε» με τη δημιουργία ενός ανεπίτρεπτου προφίλ: του

αδιόρθωτου ιδεολόγου στους κόλπους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Υπάρχει ένα «μυστήριο Λαφοντέν». Αυτός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος, με τη μυτερή

μύτη και τον ζωντανό λόγο, ενσάρκωσε μια πολιτική πρωτοπορία που εμφανίστηκε

τη δεκαετία του ’80. Ο Γερμανός πρώην καγκελάριος Βίλυ Μπραντ εγκωμίαζε το

«πολιτικό ένστικτο» του Λαφοντέν, θεωρώντας τον τον πιο ταλαντούχο από τα

«παιδιά» του, όπως χαρακτήριζε τη νέα γενιά των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών. Η

ταχεία άνοδός του στην ιεραρχία του SPD κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70

συνδέεται με την επίδειξη διανοητικής ευστροφίας και ξεχωριστών ταλέντων

ρητορικής.

Και να που κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 ο Λαφοντέν γίνεται υπουργός

Οικονομικών της τρίτης οικονομικής δύναμης του πλανήτη και βασικός εκπρόσωπος

μιας «παραδοσιακής» ­ αν όχι αρχαϊκής ­ σοσιαλδημοκρατίας. «Κάποιοι

παρατηρητές πιστεύουν ότι ενώ ο Τόνι Μπλερ είναι η ενσάρκωση των “νέων

εργατικών”, εγώ είμαι ο “παλαιός σοσιαλιστής”», σημείωνε πριν από λίγο καιρό

χαριτολογώντας ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και ­ από τον Νοέμβριο του 1995

­ πρόεδρος του SPD.

Συνειδητά ή μη, ο Λαφοντέν έκανε τα πάντα πριν από μερικούς μήνες για να

αποκτήσει το προφίλ του «κλασικού» σοσιαλδημοκράτη. Αντίθετος εξ αρχής με τις

παραδοσιακές παραδοχές, εξηγούσε πριν από λίγες εβδομάδες ότι «μια

μετα-παραδοσιακή κοινωνία δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν διατηρήσει κάποιες

αρχές, μεταξύ των οποίων και η κοινωνική δικαιοσύνη». Η δήλωση αποτελούσε έναν

πολιτισμένο τρόπο για να κάνει σαφείς τις αποστάσεις που τον χωρίζουν από την

«τρίτη φωνή» του Τόνι Μπλερ.

«Τονώστε τη ζήτηση»

Αν και δεν στόχευε στην υιοθέτηση «αντιδραστικών» θέσεων, ο Λαφοντέν υπήρξε,

χωρίς αμφιβολία, ο τελευταίος Ευρωπαίος ιθύνων του αιώνα που υπερασπιζόταν με

κάθε ευκαιρία την τόνωση της ζήτησης. Δηλάδη, την αύξηση των δαπανών του

προϋπολογισμού, την εκούσια μείωση των επιτοκίων και την αύξηση των μισθών ως

μέσα για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης και, κατά συνέπεια, της ανάπτυξης.

Προτάσεις, δηλαδή, που θεωρούνταν «καταστροφικές» από τους κεντρικούς

τραπεζίτες και τους περισσότερους Ευρωπαίους ηγέτες.

Ρισκάροντας να χαρακτηριστεί «επικίνδυνα φανατικός Κεϋνσιανός», ο Λαφοντέν

έδειξε τις προθέσεις του ακόμη και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής

εκστρατείας στη Γερμανία, διατυπώνοντας απόψεις αντίθετες με αυτές του ­ τότε

­ υποψηφίου και σήμερα καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ: «Η πολιτική τόνωσης της

προσφοράς απέτυχε και μπορεί πλέον να αντικατασταθεί». Με άλλα λόγια, η

οικονομική ανάπτυξη πρέπει να στηριχθεί στη δυναμική της κατανάλωσης των

νοικοκυριών και όχι στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων.

Σε υπόμνημα που παρουσίασε τον Φεβρουάριο στους κοινοτικούς εταίρους της

Γερμανίας τόνισε την αναγκαιότητα μείωσης των επιτοκίων και αύξησης των

κρατικών δαπανών προκειμένου να αποφευχθεί η οικονομική επιβράδυνση στην

Ευρώπη. Πρότεινε δηλαδή μια καθαρή παραβίαση του πνεύματος της Συνθήκης του

Μάαστριχτ, σοκάροντας του εταίρους της Γερμανίας. Περιέργως το επεισόδιο

θύμισε τον σκληρό τρόπο με το οποίο ο προκάτοχός του, Τέο Βάιγκελ, εξεθείαζε

την ανάγκη για σταθερότητα και δημοσιονομική πειθαρχία, θέσεις διαμετρικά

αντίθετες με αυτές του Λαφοντέν. Οι απόψεις του τελευταίου δεν βρήκαν απήχηση

στις Βρυξέλλες. Και ο Λαφοντέν το κατάλαβε γρήγορα.

Σρέντερ εναντίον Λαφοντέν

Τον Νοέμβριο του 1995 είχε παλέψει άγρια για την προεδρία του

σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας. Από τη στιγμή όμως που έγινε

υπουργός Οικονομικών, τον Οκτώβριο του 1998, ήταν σε σχεδόν ανοιχτή σύγκρουση

με τον νέο καγκελάριο Σρέντερ. Ο «Όσκαρ», όπως τον αποκαλούν τα μέλη του

κόμματος, έκανε ευέλικτες κινήσεις προκειμένου να ελέγξει του μοχλούς της

εξουσίας στη Βόννη. Μειώνοντας τις αρμοδιότητες των υπουργείων αποσκοπούσε να

πάρει στα χέρια του όσο το δυνατόν περισσότερες εξουσίες μπορούσε. Ο Σρέντερ,

ωστόσο, ήξερε τι οφείλει στον «Όσκαρ»: χωρίς αυτόν δεν θα έφθανε ποτέ στην

καγκελαρία. Ο Λαφοντέν είχε εξασφαλίσει την πειθαρχία στο κόμμα και είχε

κινητοποιήσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους των σοσιαλδημοκρατών υπέρ του

υποψηφίου – Σρέντερ, ο οποίος δεν είχε την αποδοχή της βάσης.

Μέχρι την άνοιξη του 1998 ο Λαφοντέν φιλοδοξούσε να γίνει ο επόμενος

καγκελάριος παίρνοντας τη θέση του Χέλμουτ Κολ. Έχοντας χάσει τις εκλογές του

1990 από τον Κολ δεν ονειρευόταν παρά μόνο μια θέση: την πρώτη. Ωστόσο, τα

γεγονότα αποφάσισαν διαφορετικά. Η πολιτική παρακμή του Λαφοντέν έχει τις

ρίζες της στην εποχή της έντονης αντίδρασής του στην πτώση του Τείχους του

Βερολίνου και στην ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Έχασε τις εκλογές του 1990

επειδή κατήγγειλε το κόστος της ενοποίησης: «Εκτιμώ ότι η ενοποίηση θα

κοστίσει περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια μάρκα». Και πρόσθετε με επιμονή:

«Ό, τι είναι οικονομικά λανθασμένο δεν μπορεί να είναι πολιτικά σωστό…».

Ανάμεσα στις αισιόδοξες υποσχέσεις του Κολ και στην «αντιπατριωτική»

συμπεριφορά του Λαφοντέν, οι Γερμανοί προτίμησαν το πρώτο.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το νέο ­ τότε ­ στέλεχος του SPD και

πρωταθλητής του αντιαμερικανισμού, Όσκαρ Λαφοντέν, εναντιώθηκε σθεναρά στον

καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ (επίσης του SPD).

Καλούσε τους συμπολίτες του, που έπαιρναν μέρος σε γενική απεργία, να

εμποδίσουν την εγκατάσταση στο γερμανικό έδαφος των αμερικανικών πυρηνικών

πυραύλων Πέρσινγκ. Ένα από τα ζητήματα στα οποία ο Λαφοντέν απολάμβανε να

εναντιώνεται, ήταν και οι προτάσεις για ένοπλη ανάμειξη της Γερμανίας σε

κρίσεις που ελάμβαναν χώρα στο εξωτερικό.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, υποστήριζε την αποχώρηση της

Γερμανίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, την αποπυρηνικοποίηση της χώρας

του και τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής για την ασφάλεια».

Προικισμένος με την ικανότητα της διατύπωσης νέων ιδεών, ο Όσκαρ Λαφοντέν ήταν

ο πρώτος στη δεκαετία του ’80, που έθεσε υπό αμφισβήτηση το σοσιαλιστικό δόγμα

για μείωση των ωρών εργασίας.

Προτιμούσε την αντικατάσταση του δόγματος με την έννοια της «ευελιξίας».

Εκείνη την εποχή, η συντηρητική εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung» του

απέδωσε τον τίτλο του «πεφωτισμένου», λόγω των θέσεων που υιοθετούσε.

Σήμερα, ο Λαφοντέν δεν είναι πια ένας «πεφωτισμένος». Εγκαταλείποντας της

εξουσία λίγες μόνο εβδομάδες με την κατάκτησή της, ουσιαστικά δήλωσε ότι το

μέλλον δεν του ανήκει.