Λάτιν και κλαρίνο. Η συνεργασία του με τους Gipsy Kings έδωσε ένα εκρηκτικό,

μεσογειακό, μουσικό κράμα

Όποιος έχει ζήσει τα πανηγύρια που αναστατώνουν τα καλοκαιρινά βράδια ολόκληρη

την ελληνική ύπαιθρο, γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία του κλαρίνου.

Αυτό δίνει τον ρυθμό, φτιάχνει τη διάθεση, ξεσηκώνει για χορό, δημιουργεί

παρέες, ξυπνά μνήμες και αργά, όταν ο ήλιος κοντεύει πια να ανατείλει, ηρεμεί,

μουρμουρίζει, κάνει την σούμα των παθών που κατατέθηκαν όλες τις προηγούμενες

ώρες στα πόδια της ορχήστρας.

Ο κλαριτζής είναι αναμφισβήτητα ο βασιλιάς του πανηγυριού, ο μουσικός που με

το φύσημά του δίνει πνοή στα ντέρτια και τους πόθους όλων. Ο Βασίλης Σαλέας τα

ξέρει πολύ καλά όλα αυτά.

Έχει γυρίσει όλη την Ελλάδα ξανά και ξανά, έχει συνοδεύσει μουσικά λύπες και

χαρές, δίπλα στη θάλασσα, πάνω στο βουνό, από

τα βάθη της καρδιάς και από μνήμες αιώνων…ΗΤΑΝ ένα ζεστό καλοκαιρινό

μεσημέρι και η παρέα είχε αράξει στην παραλία με το ραδιόφωνο συντονισμένο σ’

έναν μουσικό σταθμό. Ξαφνικά, οι κουβέντες σταμάτησαν και στρέψαμε όλη την

προσοχή μας στην καταπληκτική μουσική που έπαιζε εκείνη τη στιγμή,

προσπαθώντας να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι. Ήταν ένα ορχηστρικό κομμάτι που

περιδιάβαζε μουσικά την Μεσόγειο, χρησιμοποιώντας πολλά γνωστά στοιχεία αλλά

δίνοντας ένα ασυνήθιστο αποτέλεσμα. «Είναι λάτιν», είπαν κάποιοι, άλλοι

ξεχώρισαν το κλαρίνο του Βασίλη Σαλέα και μερικοί έσπευσαν να αναγνωρίσουν τις

κιθάρες των Gipsy Kings. Τελικά, είχαμε όλοι δίκιο. Ο Βασίλης Σαλέας

επαναλαμβάνει συνεχώς ότι το κλαρίνο δεν είναι μόνο παράδοση. «Είναι πάνω απ’

όλα συναίσθημα». Γι’ αυτό τόλμησε να πάρει το κλαρίνο από τα τσάμικα και τα

λαϊκά και να το βάλει ν’ αυτοσχεδιάσει δίπλα σε όλα σχεδόν τα είδη μουσικής. Ο

Σαλέας μιλά για το κλαρίνο του, σαν να μιλά για άνθρωπο: με τις ιδιαιτερότητές

του, τα τσαλίμια και τις προτιμήσεις του. «Το κλαρίνο είναι ένα όργανο που

μπορεί να παίξει τα πάντα, ό,τι φανταστεί το μυαλό σου. Ο Μπένι Γκούντμαν

έπαιζε τζαζ όπως κανένας άλλος. Το κλαρίνο είναι για όλα τα μοτίβα».

Η ΝΕΟΛΑΙΑ

Γι’ αυτό ακριβώς, πιστεύει ότι η νεολαία αγκάλιασε τον ήχο του. Γιατί ο ήχος

αυτός ξυπνά μνήμες που έχουν καταγραφεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. «Είναι

όλα αυτά που κουβαλάμε και που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε ακριβώς με

λόγια». Κι ο ίδιος δεν παύει να εντυπωσιάζεται από τις αντιδράσεις του κόσμου

και κυρίως των νέων. Θυμάται ιδιαίτερα ένα βράδυ στην Πρέβεζα «είχε μαζευτεί

πολλή νεολαία και μου λένε, βρε Βασιλάκη, παίξε κάτι μόνος. Μου έκανε εντύπωση

ότι ήθελαν να παίξω χωρίς μικρόφωνα, χωρίς συνοδεία. Και κάθησαν όλοι μπροστά

μου σε άκρα ησυχία. Ήταν κάτι διαφορετικό. Στο πανηγύρι γινόταν χαμός αλλά

εκεί ήταν σαν εκκλησία».

Πού πρέπει να μιλάει άραγε μια μελωδία για να είναι καλή; «Στην ψυχή. Πρέπει

να σε συγκινεί, να σου δίνει χαρά, να σε γεμίζει αγάπη». Ακόμη κι ο ίδιος

κάποιες φορές όταν παίζει, αισθάνεται τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια του.

«Ήμουν πιτσιρίκι και δούλευα σε μαγαζί όπου παίζαμε δημοτικά. Ήταν ένας πολύ

γνωστός κιθαρίστας ο Κώστας ο Γεκές κι εκεί που ήμασταν στο πάλκο, τον βλέπω

να κλαίει. Τι έγινε, ρε παιδιά; τους ρωτάω. Για σένα κλαίμε, απάντησαν. Τους

πείραξε η μελωδία μου, το ύφος του παιξίματος, τους άγγιξε μέχρι μέσα. Κι αυτό

είναι κάτι που το βλέπω και στις συναυλίες και είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί

να πάρει από τον κόσμο ένας μουσικός. Όταν κοιτά γύρω του και βλέπει

δακρυσμένα μάτια, τότε ξέρει ότι μιλάει κατευθείαν στην ψυχή του κόσμου και

βοηθά τον καθένα να βγάλει στην επιφάνεια αυτά που βρίσκονται μέσα του…».

Το συναίσθημα όμως δεν είναι τεχνική για να το μάθει κανείς. Ίσα-ίσα που καμιά

φορά κινδυνεύει από την πολλή εκλογίκευση…. «Είμαι αυτοδίδακτος. Αλλά όταν

ήμουν μικρός είχα πάει στο Ωδείο. Και ξεκίνησα να μαθαίνω νότες και όλα αυτά,

αλλά κινδύνεψα να χάσω το “φύσημά” μου. Γιατί το παν στο κλαρίνο είναι ο

τρόπος με τον οποίο φυσάς. Και όταν προσπάθησα να μπω σε καλούπια κόντεψα να

χάσω αυτό το ελεύθερο, γλυκό φύσημα που έχουμε εμείς οι Τσιγγάνοι. Ή στον

στρατό που με έστειλαν να μάθω σάλπιγγα και την έμαθα σε δύο ώρες, αλλά αυτό

μου προκάλεσε διαφορά στο παίξιμο του κλαρίνου. Και παρακάλεσα τον αρχιλοχία

να με απαλλάξει. Τώρα βέβαια, του έχω πάρει τον αέρα. Και κάνω το κλαρίνο,

σαξόφωνο, σάλπιγγα και ό,τι άλλο θέλω…».

ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ

Ο 39χρονος Βασίλης Σαλέας προσπαθεί διαρκώς να ανοίγει καινούργιους δρόμους

για το κλαρίνο, αν και «ποτέ δεν θα ανακαλύψουμε όλους τους δρόμους που

υπάρχουν, γιατί η μουσική είναι ατελείωτη». Συνεχίζοντας μια παράδοση που

βρήκε στην οικογένειά του, έβαλε ένα μουσικό όργανο που ήταν απομονωμένο στην

παράδοση στον κόσμο των σύγχρονων ακουσμάτων και των ηχητικών αναζητήσεων.

Ψάχνει να εξερευνήσει νέους μουσικούς ορίζοντες, ενθουσιασμένος ήδη από την

τελευταία του συνεργασία με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. «Ο Βαγγέλης μού έδωσε

μια ταυτότητα, μου έβγαλε ένα διαβατήριο. Είναι μεγάλο δώρο αυτό, γιατί τώρα

μπορώ να συνεχίσω τα ταξίδια μου στη μουσική και στον κόσμο της με άλλον αέρα».

Στο σπίτι η παράδοση συνεχίζεται. Όπως αυτός και ο αδελφός του ακολούθησαν τον

δρόμο του πατέρα και του θείου, έτσι και τα 4 παιδιά του, η Νεφέλη, ο Νίκος, η

Μίνα και ο Σταμάτης, μαθαίνουν όργανα και τραγουδούν. Μόνο που τώρα τα

ακούσματα στο σπίτι δεν είναι μόνο παραδοσιακά τραγούδια, αλλά και άλλα είδη

μουσικής, από κλασική μέχρι τζαζ.

Ο ΗΧΟΣ του κλαρίνου συνοδεύει τον Βασίλη Σαλέα από την κοιλιά της μητέρας του,

καθώς ο πατέρας του, Νίκος, ήταν από τα καλύτερα κλαρίνα της εποχής του. «Στα

9 χρόνια μου άρχισα να παίζω φλογέρα και πίκολο φλάουτο και στην πορεία έπαιξα

με το κλαρίνο του πατέρα. Ήταν κάτι φυσιολογικό, θα γινόταν κάποια στιγμή,

όπως και τα δικά μου παιδιά ασχολήθηκαν με τη μουσική από πολύ νωρίς».

Έτσι, πιτσιρίκι ακόμα, στο πατρικό σπίτι στα Νέα Λιόσια, μαζί με τους άλλους

μπόμπιρες της γειτονιάς έπαιρναν τα ακορντεόν, τα βιολιά, τα κλαρίνα, έπαιζαν

και τραγουδούσαν. Το πρώτο τραγούδι που έμαθε ήταν η «Μαυριδερούλα», ένα

τσάμικο από το Μεσολόγγι, απ’ όπου και κατάγεται. «Καπάκι», πριν ακόμα πάρει

το κλαρίνο, έμαθε και το σουξέ της εποχής: «Πετραδάκι, πετραδάκι, για τα σένα

το ‘χτισα…».

«Το “Πετραδάκι” το είχα μάθει μόνος μου από το ραδιόφωνο, αλλά τη

“Μαυριδερούλα” μού την έμαθε ο παππούς μου που έπαιζε ζουρνά».

Ο πατέρας του στην αρχή αντιδρούσε, δεν ήθελε να ακολουθήσει και ο γιος τον

δύσκολο δρόμο των πανηγυριών. «Ήξερε τη δουλειά αυτή, τα ξενύχτια, πόσο σκληρή

είναι. Γιατί τότε στα πανηγύρια έπαιζες πολλές ώρες, ξενυχτούσες, ήμουν και

πιτσιρίκος, με λυπόταν. Εγώ έκλαιγα, και τελικά τον κατάφερα να μου πάρει δικό

μου κλαρίνο».

Μαθήματα δεν του έδωσε πολλά «μόνο 5-6 και μάλιστα με έβαλε από δύσκολους

τόνους, όχι από τις ακέραιες νότες, τις εύκολες, αλλά από τις άλλες που θέλουν

μαεστρία. Μου έλεγε: παίξε από εδώ και θα είσαι ωραίος. Έτσι ακριβώς. Αν δεν

παίξεις από εδώ δεν θα είσαι ποτέ ωραίος».

Σε λίγα πανηγύρια πάει μαζί με τον θείο και τον πατέρα του. «Θυμάμαι μια φορά

είχαμε πάει στο Μοναστηράκι, ένα χωριό κοντά στο Αγρίνιο. Κι ανοίγω μια

εισαγωγή από τραγούδια και φεύγει ο θείος μου να καθήσει με κάτι φίλους του.

Του λέω, “μην μ’ αφήνεις δεν τα ξέρω”. “Εδώ θα τα μάθεις”, μου απαντάει και

φεύγει. Μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα».

Λίγο αργότερα, μετά τα 13, αρχίζει να πηγαίνει μόνος στα πανηγύρια. Και μόνο

πολύ αργότερα, όταν πια απολύεται από φαντάρος, ο πατέρας του τού λέει

περήφανος: «Κόλλα το, τώρα πια έμαθες να παίζεις κλαρίνο».


Με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Τσιγγάνικο «φύσημα» και τσιγγάνικη φωνή

Η ΠΡΩΤΗ του συνεργασία ήταν με τον Χρήστο Νικολόπουλο στο «Παίξε Χρήστο

επειγόντως», στις αρχές της δεκαετίας του ’80. «Υπήρχε τότε ένα μαγαζί με

δημοτικά, του Σκαφίδα, και έρχονταν κάθε βράδυ ο Αγγελόπουλος, ο Νταλάρας, η

Αλεξίου να μας ακούσουν. Τότε μάλιστα κάποιοι με ρώτησαν εάν είχα σπουδάσει

τζαζ στην Αμερική…». Κάπου εκεί γνωρίστηκε με την Ελένη Βιτάλη, μια

συνεργασία που έγινε στενή φιλία. Ακολούθησαν τα «Τραπεζάκια Εξω» του Διονύση

Σαββόπουλου και η γνωριμία με τον Σταμάτη Σπανουδάκη. «Ήμασταν στην Κόρινθο

και θυμάμαι έπαιζα ένα τσάμικο, τον “Ήλιο” και στο τέλος έχει ένα ταξίμι, που

λέμε στη γλώσσα μας, που εντυπωσίασε τον Σταμάτη». Τα «Βυζαντινά», το «Γλυκύ

μου Έαρ», η μουσική για τα «Πέτρινα Χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη και ο

«Αλέξανδρος» δημιουργούνται από τη συνεργασία των δύο μουσικών όλα αυτά τα χρόνια.

Σε μια συναυλία με τον Σταμάτη Σπανουδάκη στο Ηρώδειο, ο Βασίλης Σαλέας

γνωρίζει τον Βαγγελη Παπαθανασίου. Τη μουσική του την γνώριζε ήδη από τους

δίσκους που είχε σπίτι του. Συναντιούνται, συμφωνούν να κάνουν κάτι μαζί,

ακούνε μουσικές παλιές και καινούργιες. «Μερικές φορές στο σπίτι του Βαγγέλη,

έτυχε να παίξουμε και μαζί. Έκανα αυτοσχεδιασμούς στο κλαρίνο και αυτός μου

απαντούσε στο συνθεσάιζερ. Αυτός ο άνθρωπος έχει μπει στην ψυχή μου.

Επικοινωνούν τα μυαλά μας. Χωρίς να του λέω τίποτα, καταλαβαίνει τι θέλω».

Όταν ξεκινούν να κάνουν τον δίσκο «Όραμα», ο Βασίλης Σαλέας μέσα σε μια

εβδομάδα ηχογραφεί όλα τα κομμάτια. «Εγώ ακούω τη μουσική, μια-δυο φορές και

μετά την παίζω. Τελείωσα». Όμως η ενορχήστρωση και η επιμέλεια του δίσκου

κρατούν για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου πολλές εβδομάδες. «Έπρεπε να είναι

τέλειο, να τον ικανοποιεί πλήρως. Τίποτα, τελικά, δεν είναι τυχαίο…».

Πράγματι, μια και σε λίγες ημέρες, ο δίσκος «Όραμα» γίνεται χρυσός.

ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Έχει προηγηθεί η συνεργασία του με τους «Gipsy Kings». «Συναντιόμασταν κάθε

Μάιο, σ’ ένα φεστιβάλ στη Γαλλία, όπου μαζεύονται μουσικοί και συγκροτήματα

απ’ όλο τον κόσμο. Δέσαμε και πήγαμε μαζί σε συναυλίες. Τι είναι αυτό που τους

ενώνει; «Το συναίσθημα. Όχι επειδή είμαστε όλοι τσιγγάνοι, αλλά επειδή

νιώθουμε όλοι το ίδιο για τη μουσική. Μάλιστα στη Γαλλία, μαζεύτηκε κόσμος

μετά την πρώτη συναυλία, στο ξενοδοχείο, και με ρωτούσαν τι όργανο παίζω. Δεν

το πίστευαν ότι αυτός ο ήχος ήταν από κλαρίνο». Ακολούθησαν και άλλες

συναυλίες από τη Γερμανία μέχρι το Μπαχρέιν. «Και παντού οι Ελληνες, όταν

ακούν κλαρίνο, κάθονται να αφουγκραστούν την ψυχή τους. Νιώθουν πιο έντονα το

δέσιμο με την πατρίδα».

Παίζει ρόλο σε ποιον χώρο δίνεται η συναυλία κάθε φορά; «Μπορεί να είναι

διαφορετικά άμα παίζεις σε πανηγύρι, στο Ηρώδειο ή στο Μέγαρο Μουσικής. Όμως

υπάρχουν στιγμές που όπου και να παίξεις, αυτό που είναι μέσα σου εκείνη τη

στιγμή, είναι το πιο σημαντικό…».