Σπάνια θυμάμαι τα όνειρά μου. Καλόυπνη καθώς είμαι, κοιμάμαι κατά κανόνα εύκολα και γλυκά και τούτο είναι κάτι που συνειδητά απολαμβάνω καθημερινώς. Ισως γι’ αυτό ή δεν βλέπω συχνά όνειρα ή, απλώς, δεν τα θυμάμαι ώστε να τους δώσω σημασία. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι σε νεότερες ηλικίες πρέπει να έβλεπα περισσότερα όνειρα ή, τουλάχιστον, να τα θυμόμουν μετά συχνότερα. Θα έλεγα με βεβαιότητα πως στην παιδική μου ηλικία τα όνειρά μου ήταν πιο έντονα και εμπεριείχαν συχνά φόβο και αγωνία. Αργότερα, σε ωριμότερη φάση της ζωής μου, τα όνειρά μου έγιναν, ως φαίνεται, φιλικότερα και λιγότερο επιθετικά. Τώρα πια, στην τρίτη μου ηλικία, τα όνειρά μου δεν μοιάζει να είναι συχνά. Ή, εάν τα ξεχνώ, δεν μοιάζει να είναι βαριά καθώς, όταν ξυπνώ, σπάνια συμμετέχουν στην πρωινή μου διάθεση, που είναι κατά κανόνα φωτεινή και αισιόδοξη. Φαίνεται πως το πράγμα σχετίζεται με την ηλικία και με τις εσωτερικές ισορροπίες που αυτή φέρνει. Και αυτές αντανακλώνται και όταν τα μάτια σου είναι ερμητικά κλειστά.

Γενικά, πιστεύω πως για τον Φρόιντ δεν θα ήμουν καλή πελάτισσα. Η ζώνη της ημέρας που με ενδιαφέρει δεν είναι εκείνη του ύπνου, αλλά του ξύπνιου. Αυτήν αγαπώ γιατί τότε είναι που βρίσκομαι σε εγρήγορση και δράση. Τότε είναι που δημιουργώ και τρυγώ συναισθήματα. Αντιθέτως, οι ώρες του ύπνου μοιάζουν δώρο που με αφορά μεν, αλλά που βρίσκεται υπό τον έλεγχο άλλων δυνάμεων. Τις αφήνω να κάνουν τη δουλειά τους τις δυνάμεις αυτές. Ετσι κι αλλιώς, δεν με πολυενοχλούν στις γλυκές ώρες που κοιμάμαι. Αν είναι έτσι, καλοδεχούμενες να ‘ναι.

Πάντως, μπορώ να πω με βεβαιότητα δύο πράγματα. Στους εφιάλτες μου, από την παιδική μου ηλικία μέχρι τώρα που είμαι 63 χρονών, η πιο βαριά στιγμή είναι αυτή που κινδυνεύω να βρεθώ στο κενό, να αναμετρηθώ με το χάος. Τούτο σχετίζεται, φαντάζομαι, με εσωτερικά μου θέματα, αλλά και με ένα απτό: από την ενασχόλησή μου με την ορειβασία ξέρω πως έχω υψοφοβία και τάση για ίλιγγο, κάτι που δύσκολα έλεγξα μέσα στα χρόνια. Αντίθετα, από τις όμορφες στιγμές των ονείρων μου η ομορφότερη είναι σταθερά, σε όλη μου τη ζωή, μία: να κυλώ στη θάλασσα, ακουμπισμένη στην κουπαστή ενός πλοίου. Η θάλασσα αυτή δεν είναι οποιαδήποτε. Είναι το Αιγαίο. Και τα νησιά στον ορίζοντα είναι οι Κυκλάδες.

Οπως και με τους εφιάλτες μου, γνωρίζω πως τούτο ανταποκρίνεται σε προκρίματα του ξύπνιου μου, μια και στη ζωή μου δεν έχω συναντήσει τόπο πιο όμορφο και πνευματικό από το Αιγαίο και τις Κυκλάδες. Κάποτε, σε μια συζήτηση, κάποιος είπε πως η Ελλάδα δεν έχει, μετά τον Παρθενώνα, να δείξει τίποτε. Του είπα πως δεν έχει ιδέα για τα επιτεύγματα του νεότερου Ελληνισμού. Και πως εάν επισκεπτόταν τις «χώρες» των νησιών του Αιγαίου θα έβλεπε πως, με απλά υλικά, άνθρωποι καθημερινοί έχουν δημιουργήσει μες στον χρόνο Παρθενώνες πανέμορφους όπως ο αρχαίος.

Τα όνειρά μου, όπως βλέπετε, είναι στο πλευρό μου. Και μου δίνουν επιχειρήματα όταν χρειάζομαι.