Η ιδιοκτήτρια της L’Oreal, του παγκόσμιου κολοσσού καλλυντικών, έφυγε στα 94 της. Η προσωπική της περιουσία, 40 εκατ. δολάρια, είναι τόσο μεγάλη ώστε την περασμένη άνοιξη το όνομά της στις λίστες του παγκόσμιου πλούτου βρισκόταν στη 14η θέση. Ηταν επίσης ο δεύτερος πλουσιότερος πολίτης της Γαλλίας, μετά τον Μπερνάρ Αρνό.

Παρά τη μεγάλη της πολιτισμική, επιστημονική και κοινωνική προσφορά που είχε πραγματοποιήσει μέσω του Ιδρύματος L’Oreal, η Λιλιάν Μπετανκούρ θα αφήσει πίσω της ένα σύννεφο ροζ πολιτικού σκανδάλου. Ο ιδιωτικός της βίος πρωταγωνίστησε σε μια δικαστική διαμάχη με την κόρη της, από όπου προέκυψαν ισχυρισμοί για παράνομες χρηματοδοτήσεις του Νικολά Σαρκοζί την εποχή της προεκλογικής του εκστρατείας για την πρώτη του προεδρική θητεία το 2007. Τότε έμπιστοι συνεργάτες της Λιλιάν εκμεταλλεύτηκαν την ηλικία και την αδυναμία της και είχαν διαθέσει υπερβολικά ποσά σε υπουργούς της κυβέρνησης Σαρκοζί, καθώς και στηρίξει τη χρηματοδότηση της προεκλογικής του καμπάνιας. Ο πρώην πρόεδρος απαλλάχθηκε ελλείψει επαρκών αποδείξεων, χάνοντας το 2012 από τον Φρανσουά Ολάντ. Η κόρη του Εζέν Σιλέρ, εφευρέτη της βαφής μαλλιών και άλλων καλλυντικών καινοτομιών, όπως η λακ χτενίσματος και το υγρό σαμπουάν για τα μαλλιά, ήταν η περίπτωση ανθρώπου «αποκολλημένου» από την πραγματικότητα του συνόλου της κοινωνίας. Ο βίος της κληρονόμου του ευρωπαϊκού κολοσσού απασχόλησε πολλές φορές τον ευρωπαϊκό αλλά και τον αμερικανικό Τύπο. Ο όμιλος L’Oreal όχι μόνο συμβάλλει ακόμη και σήμερα τα μέγιστα στην εθνική οικονομία της Γαλλίας, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί τον μεγαλύτερο αντίπαλο στην επιχειρηματική σφαίρα των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών. Ισως αυτό εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους χειρίστηκαν τα διεθνή Μέσα τα σκοτεινά σημεία της ζωής της στα επικήδεια σημειώματά τους: ο μεν γαλλικός Τύπος υποφώτισε τα γεγονότα που συνδέουν τον πατέρα της με τη φιλοναζιστική γαλλική κυβέρνηση του Βισί, αποκτώντας μέρος της περιουσίας του από τις δημευμένες περιουσίες των Εβραίων. Και την ανάμειξη του συζύγου της στη φασιστική ακροδεξιά οργάνωση Cagoule με αντισημιτική δράση τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Αντίθετα, η αγγλοσαξονική δημοσιογραφία υπογράμμισε εξαιρετικά αυτές τις λεπτομέρειες παρουσιάζοντας όχι μια ηρωίδα παιδικού παραμυθιού (μεγαλωμένη στα πλούτη, εξοικειωμένη με τα σαλόνια υψηλής ραπτικής, οικοδέσποινα δεξιώσεων με πνευματικούς και πολιτικούς ταγούς του Παρισιού, φιλάνθρωπο κληρονόμο) αλλά τη φιγούρα ενός μπαλζακικού μυθιστορήματος. Εκεί όπου η λάμψη μιας κοινωνικής κορύφωσης, την οποία συνοδεύει η κατασκευασμένη εκτίμηση για πράξεις απροσδιόριστης έκτασης και περιεχομένου, καταλήγει στην πτώση του ατόμου και στη συντριβή της συναισθηματικής του συγκρότησης.

Η Λιλιάν Ανριέτ Σαρλότ Σιλέρ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 21 Οκτωβρίου 1922. Ο πατέρας της ήταν χημικός και ίδρυσε την εταιρεία του Laureale το 1909 με την πρωτοποριακή συνθετική βαφή μαλλιών που πρόσφερε σειρά από λεπτές αποχρώσεις.

Ηταν πέντε όταν έχασε τη μητέρα της, Λουίζ Μαντλέν. Μεγάλωσε με νταντάδες και δασκάλους στο ευρύχωρο διαμέρισμά τους στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα και φτάνοντας με τη Ρολς Ρόις στο πολυτελές εξοχικό τους με θέα στην ακτή της Βρετάνης. Ο πατέρας της την έπαιρνε μαζί του στο γραφείο και στα εργοστάσιά του, προφανώς για να εξοικειώνεται με τη διοίκηση της επιχείρησης που κάποτε θα κληρονομούσε. Η Λιλιάν στα 15 της έδειξε προθυμία να μάθει να αναμειγνύει συστατικά καλλυντικών και να κολλά ετικέτες στα μπουκάλια των προϊόντων. Αυτό ήταν το μοναδικό καταγεγραμμένο συμβάν εργασίας της. Στα 27 της, επίκεντρο της ζωής της είναι ο Αντρέ Μπετανκούρ, τέκνο μιας παραδοσιακής καθολικής οικογένειας από τη Νορμανδία. Η νεανική του δράση συνέβαλε στις σκιές της οικογενειακής ιστορίας. Υπήρξε δριμύς προπαγανδιστής του αντισημιτισμού, αλλά οι πληροφορίες αυτές καλύφθηκαν για πολλά χρόνια καθώς το 1942 άλλαξε στρατόπεδο μετά τη γνωριμία του με τον Φρανσουά Μιτεράν, προσχωρώντας στο δίκτυο αντίστασης των αιχμαλώτων πολέμου. Για τις υπηρεσίες του αυτές παρασημοφορήθηκε, έγινε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής, και η Λιλιάν εμφανίστηκε ως η σύζυγος ενός πολιτικού, ο οποίος μετά τον πόλεμο έκανε καριέρα στην υπηρεσία του γαλλικού κράτους και των συντηρητικών δεξιών παρατάξεων.

Το 1953 η Λιλιάν αποκτά μια κόρη, τη Φρανσουάζ, και το 1957 ο Εζέν Σιλέρ πεθαίνει αφήνοντας στην κόρη του τη L’Oreal και κάποια δισεκατομμύρια. Ο σύζυγός της και ο μικρός κύκλος ισχυρών γνωριμιών στον οποίο ανήκει το ζευγάρι Πομπιντού συμβουλεύουν τη νεαρή κληρονόμο. Εκείνη τους ακούει και παραχωρεί ένα μερίδιο της εταιρείας στην ελβετική Nestle για τον φόβο πιθανής κρατικοποίησης του ομίλου, αν η γαλλική Αριστερά ερχόταν κάποτε στη διακυβέρνηση της χώρας.

Το 2007 η Λιλιάν χηρεύει. Η κόρη της Φρανσουάζ σε αντίθεση με την κοσμοπολίτικη φύση τής μητέρας της είναι διανοούμενη, μουσικός του πιάνου και συγγραφέας, παντρεμένη με τον εγγονό ενός ραβίνου που χάθηκε στο Αουσβιτς. Η καθολική ανατροφή της Φρανσουάζ δεν την εμπόδισε να αλλάξει θρήσκευμα και να περάσει στον ιουδαϊσμό. Αλλά ούτε και να στραφεί δικαστικά ενάντια στη μητέρα της όταν υπηρέτες της Λιλιάν την ενημέρωσαν πως επρόκειτο να υιοθετήσει τον 25 χρόνια νεότερό της φωτογράφο κοσμικών πορτρέτων Φρανσουά-Μαρί Μπανιέ. Η Φρανσουάζ δικαιώθηκε στο δικαστήριο όταν έπειτα από ιατρική εξέταση επιβεβαιώθηκαν η άνοια και τα πρώτα στάδια Αλτσχάιμερ της Λιλιάν.

Από το 2012 είχε τεθεί σε κηδεμονία και είχε αποχωρήσει από το Διοικητικό Συμβούλιο της L’Oreal εγκαταλείποντας όλα τα διευθυντικά καθήκοντα, τα οποία ανέλαβε ο εγγονός της Ζαν Βικτόρ Μεγέρ.