Η νοερή διαδρομή αυτού του κειμένου αρχίζει και τελειώνει στο ίδιο σημείο. Συγκεκριμένα, σε μια παροιμία. Από αυτές που, όταν επιστρατεύονται για να παραγεμίσουν τον πολιτικό λόγο, στην ουσία αποκαλύπτουν τα κενά του. Η αρχή του λοιπόν αναφέρεται στο μακρινό 2015, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές που θα έφερναν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε κλείσει τότε την ομιλία του στη Ρόδο με μια φράση – δείγμα του πολιτικού πολιτισμού του: «Ιδού η Ρόδος, σε λίγο έρχεται και το πήδημα». Το γυμνασιακό, άγαρμπο χιούμορ του –το οποίο ο ίδιος και οι συνεργάτες του φαίνεται ότι εκτιμούν ιδιαιτέρως ώστε κάθε τόσο να το αναπαράγουν –έβρισκε πολύ χαριτωμένους τους συνειρμούς που προκαλεί η λεκτική αναφορά στο πήδημα, ένα είδος αντικομφορμιστικής επικοινωνιακής μαγκιάς. Θυμάμαι, μόλις το άκουσα τότε στην τηλεόραση, σήκωσα το κεφάλι από το κομπιούτερ όπου κάτι έγραφα και κοιτούσα για λίγα δευτερόλεπτα το κενό, προφανώς όχι σοκαρισμένη από το σαχλό αστείο. Μάλλον αποχαυνωμένη, καθώς αισθανόμουν ότι ατένιζα ένα μέλλον που με γύριζε προς τα πίσω. Οχι όμως στο δικό μας παρελθόν, αφού ποτέ σε αυτήν τη χώρα, ακόμη και με φόντο τις πιο σκληρές κομματικές κόντρες, το αγοραίο βρίσιμο δεν διαμόρφωνε επίσημο πολιτικό λόγο. Ούτε καν πολιτικό σύνθημα. Η διαλεκτική του μίσους, οι ψόφοι και οι μούντζες που, την προηγούμενη περίοδο, εκτοξεύονταν από τις «διαδικτυακές πλατείες» θα έπρεπε να με είχαν προετοιμάσει, πίστευα όμως ότι θα περιορίζονταν σε πεζοδρομιακό επίπεδο.

Πριν από λίγες ημέρες, η επιστολή που κυκλοφόρησε από το Γραφείο του Πρωθυπουργού για να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Βουλής την αναβολή της συζήτησης για τα εξοπλιστικά, λόγω της απουσίας του στο Παρίσι, και έκλεινε με επίθεση στην αντιπολίτευση και στα ΜΜΕ, είχε πάλι ως επωδό την αγαπημένη του παροιμία. Αυτήν τη φορά χωρίς υπόσχεση. Ετσι, σκέτη, για ομορφιά. Εν τω μεταξύ, όμως, το βρίσιμο έχει εγκατασταθεί ως κανονικότητα στον δημόσιο λόγο. Με μία επιπλέον διάσταση που φανερώνει τον ιδιάζοντα κυνισμό αυτής της κυβέρνησης. Ολο και πιο συχνά τελευταία, δεν απευθύνεται στον πολιτικό αντίπαλο αλλά στον πολίτη και σε όποιον τέλος πάντων εμποδίζει την απρόσκοπτη θέα προς την πέραν πάσης αμφισβητήσεως εξουσία. Πρωτοφανές, αλλά με την τοξικότητα της ουσίας που χορηγείται σε τακτικές, επαναλαμβανόμενες δόσεις έχουμε αρχίσει να το συνηθίζουμε.

Τα ανορθόγραφα ηλεκτρονικά υβρεολόγια του υπουργού Πολάκη, οι λεκτικοί τραμπουκισμοί του, το πλούσιο ρεπερτόριό του με χολέρες, ξεφτίλες, προτροπές για αυτοκτονία, απειλές είναι πλέον η αναμενόμενη γραφική νότα της επικοινωνιακής κυβερνητικής ατζέντας. Οι παραληρηματικοί κουτσαβακισμοί του βουλευτή Κωνσταντινέα προς τη δήμαρχο Μάνδρας δεν προκαλούν καμία αντίδραση, καμία διάθεση κομματικής απόστασης από τον ξενυχτισμένο, ωρυόμενο εκπρόσωπο. Και το διαδικτυακό ξεκατίνιασμα του Καρανίκα με ένα ακατάληπτο λεξιλόγιο όπου αλαλάζουν όλες οι πιθανές και απίθανες χρήσεις (και γραφές) λέξεων όπως «τσόλι» και «σίχαμα», εξαντλείται ως αστείο στα σόσιαλ μίντια. Ετσι, εξοικειωμένοι με την απόλυτη εκτροπή στοιχειώδους διαλεκτικού πολιτισμού, δεν μας προξενεί εντύπωση ότι οι πολίτες συχνά αναφέρονται από τους κυβερνητικούς ως «κοσμάκης». Διότι μόνο τότε τους είναι συμπαθείς. Ενας υποτιμημένος και απαξιωμένος κοσμάκης που χρησιμεύει αποκλειστικά ως βοηθητικό στοιχείο στο κάδρο ενός αφηρημένου πολιτικού έργου. Προσωπικά, δεν έχω ακόμη καταλάβει αν πρόκειται για ξέσπασμα και επιθετική διαχείριση των αδιεξόδων ή για αυτό που λέμε «σκίσιμο της γάτας».