O πρόεδρος Μακρόν στο σημαντικό αθηναϊκό του ταξίδι ξεδίπλωσε σημαντικό τμήμα της ατζέντας του για τη δημοκρατική αναζωογόνηση της Ευρώπης. Με συμβολισμούς και ρητές αναφορές αποκάλυψε τον ιδεολογικό πυρήνα μιας ευρωπαϊκής κατασκευής που θα αντλεί από το παρελθόν, θα παράγει τη δική της κυριαρχία και θα οικειοποιείται ξανά την ιστορία των εθνών της. Συγκρότησε πλαίσια μέσα στα οποία θα αναγνωρίζει κανείς τον εαυτό του ως Ευρωπαίο. Την ίδια πολιτική συναισθηματικών πλαισίων ακολουθεί και στη Γαλλία.

Το εύρημά του είναι να συνδεθούν ξανά οι φιλελεύθερες αξίες που, στην εφαρμογή τους, θα επιτρέψουν σε Γαλλία και Ευρώπη να επιβιώσουν της παγκοσμιοποίησης και της θηριώδους δύναμης των «περιφερειακών» οικονομιών, χωρίς οι λαοί να χάσουν το εθνικό και ευρωπαϊκό τους αίσθημα του ανήκειν. Πρόκειται για έναν ευρωπαϊκό και πολυεθνικό λειτουργικό εθνικισμό, όπου οι λαοί έχουν αυτοσυνειδησία, ιστορική καταγωγή και αξίες που οφείλουν να εκσυγχρονίζονται για να επιβιώνουν και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά προσφέροντας συναισθηματικούς ορίζοντες κοινής δημοκρατικής ζωής.

Αυτά όλα δεν είναι «αφαιρέσεις». Οφείλουν να γίνουν βιωμένες εμπειρίες που μετουσιώνονται σε μια λαϊκότητα της Ευρώπης, «προστατευτική Ευρώπη» όπως την είχε ονομάσει προεκλογικά. Μια Ευρώπη με υλικότητα, πόρους που θα κατανέμει υπέρ των φτωχών. Πόρους της επιβίωσης, της κοινωνικής φροντίδας, αλλά «πόροι» ευκαιριών σταδιοδρομίας για τους πιο αδύναμους.

Κατεβαίνοντας επίπεδο εφαρμογής, αυτή η προστατευτική και συνάμα νικηφόρα (άρα και ατρόμητη στον διεθνή ανταγωνισμό!) Ευρώπη σχεδιάζεται πάνω στο μοντέλο της λεγόμενης «ευέλικτης ασφάλειας». Ενα ημιτελές εγχείρημα της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας για ένα τριμερές συμβόλαιο μεταξύ εργασίας, κράτους και κεφαλαίου που θα αυξάνει τις ελευθερίες του επιχειρηματία στην αγορά εργασίας, αλλά και την προστασία του εργαζομένου, με στόχο την απαλλαγή από συλλογικές δεσμεύσεις που προστατεύουν λίγους, αδιαφορούν για τους πολλούς που εκτίθενται στους κινδύνους της σύγχρονης οικονομίας.

Οι επιφυλάξεις που συνήθως διατυπώνει η Αριστερά για την ικανότητα αυτού του μοντέλου να λειτουργήσει ισοβαρώς είναι δικαιολογημένες. Ομως η μακρονική ιδεολογία βουτάει πιο βαθιά. Μετά τον λειτουργικό εθνικισμό της προστατευτικής Ευρώπης και τη νέα κοινωνική συμφωνία, δεν διστάζει να προβάλει μια σαφή πολιτισμική ανθρωπολογία, ένα αξιακό πλαίσιο για το άτομο. Πρόκειται για ένα ακόμη μακρονικό υβρίδιο: το άτομο οφείλει να ευτυχήσει και να απολαύσει την αυτονομία του (αμερικανική νεοπροτεσταντική εκτροπή σύμφωνα με τον Ρεζίς Ντεμπρέ) μα αυτό δεν μπορεί παρά να εδράζεται πάνω στην εργασία του, πάνω σε εισοδήματα που προκύπτουν από τη δουλειά του. Ενας ατομικισμός με περιορισμούς. Οχι εκείνους που επικαλείται το υψωμένο δάχτυλο της ηθικής και της εγκράτειας, αλλά αυτούς που κομίζει η πραγματικότητα της εργασίας. Οι εσωτερικοί αρμοί αυτής της πολιτισμικής ανθρωπολογίας της εργασίας είναι αμφιβόλου κοινωνικής αντοχής. Θα ήταν όμως χρήσιμο να μην είχαν μείνει έξω από τις βαλίτσες του ελληνικού του ταξιδιού οι θεμελιώδεις αναφορές στις σύνδεση της (μισθωτής) εργασίας με τη χειραφέτηση της ατομικότητας και σε ένα μοντέλο μεσαίας τάξης που δεν οργανώνεται γύρω από την ιδιοκτησία, αλλά γύρω από την παραγωγή.

Θα ήταν χρήσιμο να ακουστεί αυτό στην Ελλάδα, όπου η εργατική ζωή –με τη σημερινή της ποικιλία (που σε τίποτα δεν θυμίζει εικόνες από το «Ζερμινάλ» του Ζολά) –υφίσταται συνεχή απαξία και λοιδορίες. Σε μια χώρα της οποίας η οικογένεια –ως κυρίαρχος θεσμός –αποτρέπει τα παιδιά της από επαγγέλματα που εμπλέκουν την τεχνική, την επιδεξιότητα και τον σωματικό κάματο. Σε μια στιγμή όπου οι μεταλλωρύχοι αντιμετωπίζονται από την εξουσία σαν πράκτορες του κεφαλαίου.

Διότι ας μην κρυβόμαστε, η περίπλοκη μα σίγουρα αντιαναπτυξιακή σύγκρουση της κυβέρνησης με την καναδική εταιρεία των Σκουριών δεν κρύβει μόνο (βάσιμες) οικολογικές αγωνίες –τις οποίες δεν υπηρετεί φυσικά ο μαξιμαλισμός της εκδίωξης της επένδυσης.

Δεν συγκαλύπτει απλώς εκτεταμένα μικροσυμφέροντα μιας παράλιας ιδιωτικής ανάπτυξης στο real estate του αιγιαλού της Χαλκιδικής.

Δεν σημαίνει «αγνή κομμουνιστική εναντίωση προς το κεφάλαιο» –εξ άλλου για να υπάρχει ταξική σύγκρουση πρέπει να υπάρχουν, εκτός από το κεφάλαιο, και η εργασία και το «εργοστάσιο» που θα στεγάσει τους κοινωνικούς αγώνες.

Δεν οριοθετεί κάποια προτίμηση στον καπιταλισμό της κοινωνικής υπευθυνότητας –τα μέλια της βιομηχανίας καλλωπισμού έχουν, κατά τα φαινόμενα, και αυτά ωφεληθεί από τραπεζικές διευκολύνσεις που πληρώνουμε όλοι και τα προϊόντα καπνού ασφαλώς βλάπτουν την υγεία.

Το κλειδί της αποεπένδυσης (και της προδιαγεγραμμένης φτώχειας) είναι η βαθιά περιφρόνηση προς τον βιομηχανικό εργάτη και την (κοινωνική, πολιτική και συναισθηματική) αυτονομία που του δίνει ο μισθός του. Αυτή η περιφρόνηση είναι που κυριεύει εξάλλου τον «αντ’ αυτού» όταν κραυγάζει «στα τσακίδια!». Διότι αυτοί που θα πάνε στα τσακίδια είναι βεβαίως οι εργάτες. Τα αφεντικά, εδώ που τα λέμε, δεν έχουν και πολλή ανάγκη.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών