Η χώρα βγήκε στις αγορές πληρώνοντας αδρά τους ξένους επενδυτές, αλλά οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν πεισματικά σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα. Η ακριβή έξοδος του Ιουλίου και όσα ακολούθησαν από τότε όχι μόνο δεν πιστοποιούν μια ουσιαστική αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στα μάτια των διεθνών επενδυτών, αλλά επιβεβαιώνουν ότι η έλλειψη αξιοπιστίας συνεχίζεται.

Τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που, σε καθημερινή βάση περνούν από κόσκινο τις εξελίξεις στην ελληνική πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, δυσπιστούν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης. Δεν ποντάρουν στην προοπτική μιας γρήγορης αξιολόγησης. Παρ’ ότι αυτή θα ήταν προς το συμφέρον της κυβέρνησης και της χώρας, τίποτε δεν την εγγυάται. Αμφισβητούν το ότι η κυβέρνηση, συνολικά, διαθέτει την πολιτική βούληση να λάβει δύσκολες αποφάσεις τους αμέσως επόμενους μήνες που θα βοηθήσουν τη χώρα να ξεπεράσει, το συντομότερο, την επικίνδυνη στροφή και να εισέλθει στην τελική ευθεία του 2018 με άλλη ταχύτητα, εξασφαλίζοντας καλύτερους όρους για το νέο πλαίσιο επιτροπείας που θα ισχύσει μετά το τέλος του υφιστάμενου προγράμματος.

Η στάση τους αυτή οφείλεται, σαφώς, στο πακέτο των προαπαιτουμένων της τρίτης αξιολόγησης, τα οποία χτυπούν κατευθείαν στο πολιτικό υπογάστριο του ΣΥΡΙΖΑ. Μεταξύ αυτών, η αξιολόγηση στο Δημόσιο, οι νέες ανατροπές στα Εργασιακά, οι επερχόμενες περικοπές στις συντάξεις, το μαχαίρι στα επιδόματα και τυχόν πρόσθετα μέτρα, μαζί με το ψαλίδι στο αφορολόγητο, τα οποία στο σύνολό τους πλήττουν το εκλογικό ακροατήριο του κυβερνώντος κόμματος. Αλλά και το πολιτικό προσωπικό της συγκυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ –υπουργοί σε κρίσιμα παραγωγικά πόστα για τη χώρα –δεν εμπνέει στα επιτελεία των διεθνών κεφαλαίων εμπιστοσύνη για τις ικανότητες και τις προθέσεις του. Αλλωστε και οι ξένοι πιστωτές της χώρας πιέζουν την κυβέρνηση να αλλάξει υπουργούς σε θέσεις καίριες για τις μεταρρυθμίσεις.

Το κλίμα αυτό επιδεινώνεται από τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίζεται υποθέσεις επενδύσεων που έχουν μεγάλο αντίκτυπο στο εξωτερικό. Οι παλινωδίες, οι κόντρες και οι καθυστερήσεις στην υπόθεση της Ελληνικός Χρυσός στοχοποιούν την κυβέρνηση σε δημοσιεύματα μεγάλων ξένων εφημερίδων, με πιο πρόσφατο αυτό της γερμανικής «Handelsblatt», προκαλώντας μεγάλη ζημιά στην εικόνα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού. Το γαϊτανάκι με την επένδυση του Ελληνικού ακολουθεί σε δυσφημιστική επίδραση.

Ενα μεγάλο κενό εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησης και των ξένων επενδυτών έχει παγιωθεί, όπως επιβεβαιώνουν παράγοντες της οικονομίας που έχουν εικόνα από πρώτο χέρι. Και αυτό την ώρα που οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό και το διεθνές περιβάλλον προκαλούν, από μόνες τους, μεγάλη αβεβαιότητα για την πορεία του ελληνικού ζητήματος. Οι γερμανικές εκλογές και το ενδεχόμενο μιας συντηρητικότερης στροφής της νέας γερμανικής κυβέρνησης με συμμετοχή σ’ αυτήν των φιλελευθέρων του FDP –που ζητούν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ –θα κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.

Στο δυσμενές αυτό περιβάλλον η Ελλάδα δεν έχει κανένα περιθώριο να χάσει τα αυστηρά χρονοδιαγράμματα της τρίτης αξιολόγησης, όπως συνέβη πολλές φορές με την πρώτη και τη δεύτερη. Γιατί, τότε, όλοι οι συσχετισμοί θα διαμορφωθούν εις βάρος της και το αποτέλεσμα θα είναι για μία ακόμη φορά οδυνηρό για τον ελληνικό λαό.