Φυσικά δεν συμμερίζομαι τον ανακουφισμένο ενθουσιασμό για το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών και την «ήττα» της Λεπέν. Είναι σίγουρο ότι το κοινό της ευρύνεται και θα εξακολουθήσει να μεγεθύνεται όσο διαρκούν η κρίση και τα οικονομικοθεσμικά μοντέλα που αυτή διαμορφώνει. Είτε, αυτό το κοινό, κατοικήσει στο κόμμα της, είτε μετακινηθεί σε άλλα σχήματα θα κουβαλά τις ιδεολογικές αποσκευές του. Αυτό το κοινό – κρίσης, είναι διακομματικό, αφομοιώνει με μια εξαιρετική ευκολία όλες τις αντιρρητικές πολιτικές γλώσσες που διαμόρφωσε η μοντέρνα συνθήκη (ιδίως η βιομηχανική φάση της), θα εξακολουθήσει να πιέζει, οδηγώντας πολλές δυνάμεις στη λαϊκιστική συμμόρφωση. Αλλωστε, αυτό φάνηκε από την επιρροή που άσκησε στην ατζέντα των υποψηφίων και στην αναμόρφωση των εκφραστικών εργαλείων τους, με μια λαϊκιστική, «πατριδοκεντρική» ρητορική. Το κοινό αυτό θα είναι ενεργό και μετά τις εκλογές και την όποια κατάληξή τους την επόμενη Κυριακή, αλλά θα εκφραστεί και στις εθνικές εκλογές που θα ορίσουν την επόμενη παραταξιακή χωροταξία στο Γαλλικό Κοινοβούλιο.

Ουσιαστικά η βαθιά κρίση του ιδεολογικού ευρωπαϊσμού που χαρτογραφείται στα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων, εκφράζεται μέσα από την ενίσχυση των δυνάμεων ευρωδιάλυσης και όχι ευρωκριτικής. Των δυνάμεων αποδόμησης και όχι κριτικού αναστοχασμού. Η κρίση του ιδεολογικού ευρωπαϊσμού είναι εγκατεστημένη στη ίδια τη δομή των κριτηρίων με τα οποία κινούνται και μετακινούνται πολιτικά οι πολίτες. Στο απέραντο πολιτικό σκέιτμπορντ, οι πολίτες αντιδρούν με εκλογικό ζάπινγκ.

Οι Ευρωπαίοι αναθεωρούν τους χώρους, τη μορφολογία των κομμάτων στα οποία είναι ενταγμένοι, θρυμματίζουν τα εργαλεία ιδεολογικής αυτοαναγνώρισης. Πού είμαστε, ποια είναι η επικράτειά μας, ποιοι είμαστε;

Αυτό το δομικό ερώτημα ξεπερνάει τα τυπικά χαρακτηριστικά της πολιτικής σύγκρουσης με τη «λιτότητα». Το πρόβλημα είναι η ρηχότητα των λαϊκών επιλογών, του λογικού και αξιωματικού υποστρώματος του πολίτη, όχι τόσο η όποια ποιότητα των προσώπων επιλογής. Με αυτή την έννοια η Λεπέν δεν νίκησε, αλλά υπερισχύει. Δεν κερδίζει, αλλά αποταμιεύει. Η διάτρηση κάθε συλλογικής κουλτούρας, οι διαγενεακές συγκρούσεις, η εξαφάνιση τεράστιων πόρων, συγκροτούν εμβάθυνση των παραδοσιακών ταξικών διατάξεων και παράγουν μια βαθύτατη πολιτική στρεψοδικία.

Στη καλή ταινία «Gomorra» των Γκαρόνε – Σολίμα πάνω στο αφήγημα του Σαβιάνο, με κέντρο την ιταλική Καμόρα, εικονογραφείται μεταξύ άλλων ο εφιάλτης της Ιταλίας να χάσει τον αισθητικό (πνευματικό) πυρήνα του σχεδιασμού, του ντιζάιν, του στοχασμού εν τέλει, μέσα από την κινέζικη μίμηση, μέσα από την «κλοπή» των πρωτότυπων πατρόν, των πυρήνων σκέψης. Οι «κινεζοποιημένη» υψηλή ραπτική της ταινίας (ή τα «ισλαμοποιημένα» παρισινά προάστια), η μαζικοποίηση και διάτρηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας από μια παραγωγική και πολιτισμική αλλότητα, αποτελεί στο ευρωπαϊκό υποσυνείδητο την απαλλοτρίωση της συμβολικής ακεραιότητας (αυταξίας), με την οποία συναρτά ο μέσος πολίτης την ταυτότητά του. Η απαλλοτρίωση αυτή πιθανόν είναι το φάντασμα που τον στοιχειώνει, καθοδηγεί, εκτρέπει. Και σταδιακά απορφανίζει την ευρωπαϊκή ιδέα, από το πιο ζωτικό στοιχείο της: τον έλλογο, δημοκρατικά δραστικό και πολιτικά κριτικό πολίτη.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων