Μια παρέμβαση του Νίκου Μουζέλη (που προκάλεσε σάλο) και το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που ακολούθησε λίγες ημέρες αργότερα, φαίνεται πως προίκισαν με κάποιο ενδιαφέρον και φόρτισαν με πολύ πάθος μια συζήτηση που έως τώρα έμενε στα αζήτητα: Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συναντηθεί με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία; Μπορεί να γίνει ο ήλιος γύρω από τον οποίο θα περιστραφούν τα αστέρια της ελληνικής Κεντροαριστεράς; Μπορεί να γίνει ο «προοδευτικός» πόλος ενός νέου διπολισμού με αξιώσεις ηγεμονίας και διάρκειας;

Η φιλοδοξία, στην ηγετική ομάδα τουλάχιστον, είναι φανερό ότι υπάρχει. Ενθαρρύνεται, προφανώς, από κάποιους ευρωπαίους παίκτες. Ενθαρρύνεται, επίσης, από τη μαύρη τρύπα που κάθε γύρος αποτυχημένων συνεννοήσεων αφήνει πίσω του στον «φράκταλ» πολιτικό χώρο ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ.

Κι αν στο Συνέδριο τα σύμβολα που εικονογραφούσαν τη φιλοδοξία (η παρουσία της Ξενογιαννακοπούλου και του Τζουμάκα) φλέρταραν με το γελοίο, η ηχώ της πάντως ακουγόταν σε κάποιες διατυπώσεις της εισήγησης του Αλέξη Τσίπρα. Σε εκείνες προπάντων που θύμιζαν κάτι από τον παλιό (και για χρόνια ξεχασμένο) «αριστερό ευρωπαϊσμό». Πως η έξοδος από το ευρώ δεν είναι προοδευτικό, αριστερό σχέδιο, πως πρέπει να δοκιμαστούν συμμαχίες με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και την πράσινη Αριστερά ή πως οι αλλαγές που η Αριστερά ευαγγελίζεται δεν μπορεί να προκύψουν σε μία μόνο χώρα αλλά μόνο στο ευρωπαϊκό πεδίο. Ηταν κάτι σαν απόπειρα επιστροφής στις ρίζες, πριν από τη Γένοβα, πριν από τον αντιμνημονιακό οδοστρωτήρα. Και θα ήταν πολύ πειστικότερο το εγχείρημα, αν ολοκληρωνόταν με την αυτονόητη αυτοκριτική: αφού η έξοδος από το ευρώ δεν είναι αριστερό σχέδιο αλλά το σχέδιο του Σόιμπλε, τότε και όλη η βαρουφάκεια τραγωδία της «διαπραγμάτευσης» ήταν εξίσου «μη αριστερή», ήταν λάθος. Αλλά η αυτοκριτική δεν ακούστηκε ακόμη.

Εστω κι έτσι. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει, όπως το διατύπωσε ο Νίκος Παππάς, «το μεγάλο κόμμα της Αριστεράς, στην καρδιά της δημοκρατικής παράταξης, που θα εγγυηθεί τη μακροπρόθεσμη δημοκρατική διακυβέρνηση»;

Ας αφήσουμε κατά μέρος τα πιο δύσκολα, το τι στ’ αλήθεια σημαίνει «μεγάλο κόμμα της Αριστεράς». Κι ας μείνουμε στα φανερά εμπόδια. Αυτά που θέτουν η ιστορία και η παράδοση αυτού που ονομάζεται «δημοκρατική παράταξη». Αυτά –ακόμη πιο ψηλά εμπόδια –που προκύπτουν από το δηλητήριο που χύθηκε τα τοξικά χρόνια των Μνημονίων, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε την εξουσία όχι ως κόμμα της Αριστεράς αλλά ως αντιμνημονιακός συναγερμός, με τον σκοπό να αγιάζει και τα χυδαιότερα μέσα. Και είναι, τέλος, τα εμπόδια που θέτει το κλίμα στο εσωτερικό των προς συνάντηση χώρων. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου παραμένει δημοφιλής η άποψη «πήραμε την κυβέρνηση, πρέπει να πάρουμε την εξουσία», η ιδέα των συμμαχιών συγκινεί ιδιαίτερα.

Είναι ολοφάνερα μη δημοφιλής στον όμορο πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββάτου το δείχνει καθαρά.

Ανάμεσα στους πολίτες που αυτοχαρακτηρίζονται κεντροαριστεροί, μόνο 9% υποστηρίζει την ενσωμάτωση του χώρου στον ΣΥΡΙΖΑ. Και μόνο 14% πιστεύει ότι ένα νέο κόμμα που θα συνενώσει τον χώρο αυτό θα έπρεπε να προχωρήσει κατόπιν σε κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο, προφανώς, είναι η ίδια η κυβερνητική εξουσία. Οι πολιτικές μεταστοιχειώσεις, οι συναντήσεις, οι συμμαχίες, σπάνια συντελούνται τον καιρό της εξουσίας. Πραγματοποιούνται συνήθως (και διευκολύνονται) τον καιρό της αντιπολίτευσης. Θα έρθει αυτός ο καιρός. Και ίσως τότε αυτή η άχαρη συζήτηση να αποκτήσει νόημα. Αρκεί μέχρι τότε να έχει δοθεί κάποιο δείγμα μεταρρυθμιστικής γραφής, που ακόμη λείπει. Και, προπάντων, να μην έχουν ανατιναχτεί όλες οι γέφυρες, να μην έχουν κοπεί όλοι οι δρόμοι από τον τρόπο, το ήθος με το οποίο θα έχει ασκηθεί η εξουσία.

Κι αυτό ακριβώς είναι που τώρα συμβαίνει. Στο φως της επικαιρότητας των ημερών, με τα πάθη της Δικαιοσύνης να ψάλλονται από τον άμβωνα της ζούγκλας, όλα αυτά ακούγονται αφόρητα φάλτσα.