Οποιος σκάβει τον λάκκο των άλλων διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να βρεθεί ο ίδιος μέσα. Ως γνωστόν, εύκολα σκάβεις έναν λάκκο, ευκολότερα ακόμη γλιστράς εντός αυτού – αλλά πολύ δύσκολα βγαίνεις έξω.

Η παροιμία αυτή κατέστη επίκαιρη το τελευταίο χρονικό διάστημα. Το τελευταίο δεκαήμερο σημαδεύτηκε από αλλεπάλληλες – αλλά αναμενόμενες για τους έμπειρους παρατηρητές της δημόσιας ζωής – ανατροπές. Κι αυτό γιατί, σε μια μικρή χώρα, όλοι είναι μεταξύ τους γνωστοί και οι δυνατότητές τους προδιαγεγραμμένες. Αρα οι παραλλαγές της ίδιας ιστορίας είναι ήδη γραμμένες και όχι κατ’ ανάγκην σε πορίσματα ή εντάλματα.

Σπανίως είναι γυμνός ο άναξ. Είναι όμως συνηθέστατο να περιβάλλεται με ενδύματα μεταχειρισμένα – ακόμη χειρότερα, πολυφορεμένα. Ο ίδιος αυτοθαυμάζεται, ενώ στα μάτια των τρίτων αποτελεί αναλώσιμο πρωταγωνιστή της γνωστής κωμωδίας – που δεν είναι άλλη από την κωμωδία της εξουσίας. Μπορεί αυτή να έχει τις αναγκαίες ανατροπές, τις οποίες χρωματίζει η έκπληξη και το πείσμα του ηθοποιού, αλλά στα μάτια του πεπειραμένου θεατή αποτελεί παραλλαγή μιας ιστορίας με γνωστή εκ των προτέρων κατάληξη. Εν προκειμένω, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην τρέχουσα παράσταση δεν μας τελειώνουν μόνο τα πρόσωπα – ή, τέλος πάντων, διάφοροι καρατερίστες – αλλά έχουν εγκαταλείψει πριν από το τέλος τη θέση τους οι υποβολείς. Κι αυτό διότι θεωρούν – όχι αδίκως – ότι οι πρωταγωνιστές τούς εξέθεσαν.

Ερημο λοιπόν το υποβολείο. Και χαμηλότερο το φως, όπως αρμόζει συνήθως στο φινάλε. Τα προσχήματα εξαντλούνται. Οχι όσων δοκίμασαν την τύχη τους επί σκηνής αλλά εκείνων που τους εμψύχωναν από τις κουίντες ή τους επευφημούσαν από τα θεωρεία.

Το έργο δεν βγαίνει. Μάλλον θα χρειαστεί να κατέβει. Οχι γιατί ο πρωταγωνιστής δεν αρέσει, όπως νιώθουν τώρα κάποιοι που έκαψαν τα χέρια τους από τα πολλά παλαμάκια, αλλά γιατί είναι ατάλαντος ο σεναριογράφος. Και κυρίως γιατί ο θίασος δεν τραβάει. Τι θίασος; Για κάτι σαν θεατρικό μπουλούκι μάλλον πρόκειται – που αντί να περιοδεύει στην επαρχία νόμισε ότι βρήκε την τύχη του στο κέντρο.