Η στρατηγική που φαίνεται να έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση για τη διαχείριση της οικονομίας επιδιώκει να δημιουργήσει ελπίδες ανάπτυξης και εξόδου της χώρας από την κρίση. Η αρχιτεκτονική της αποτελείται από τρεις πυλώνες: την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης που θα έχει ως κεντρικό ζήτημα διαπραγμάτευσης την επέκταση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας που προβλέπεται στο τρίτο Μνημόνιο· την αναδιάρθρωση του χρέους και την επιδίωξη μείωσης των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018 κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ· την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε ενάρετο κύκλο δίκαιης ανάπτυξης, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον δρόμο στη χώρα να βγει για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές ομολόγων μέσα στο 2017. Η ταχύτητα υλοποίησής της κρίνεται ιδιαιτέρως σημαντική καθώς θα προσδιορίσει την αναπτυξιακή δυναμική και συνεπώς την πολιτική επιτυχία της κυβέρνησης, για την οποία το μόνο πρόβλημα είναι η πολιτική αντίδραση των δανειστών και ειδικότερα της Γερμανίας. Απαιτείται η πολιτική τους γενναιοδωρία σε μια περίοδο πολλών σημαντικών και αβέβαιων εκλογικών γεγονότων.

Η συμφωνία των δανειστών πράγματι θα κρίνει την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής και από τις δηλώσεις αξιωματούχων των θεσμών οι προσδοκίες που δημιουργούνται δεν είναι θετικές. Εκείνο όμως που πιστεύω ότι έχει ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον είναι να αποκωδικοποιηθούν τα συνθετικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής της που αποκαλύπτουν τη σκέψη και τις επιλογές της κυβέρνησης.

Η έξοδος της οικονομίας από την κρίση και η μετάβαση σε ένα μοντέλο διατηρήσιμης και δίκαιης ανάπτυξης, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, προϋποθέτει μείωση των οικονομικών ανισοτήτων και πολύ σημαντική αύξηση της απασχόλησης. Το ύψος του κατώτατου μισθού, ο βαθμός συγκέντρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και η επεκτασιμότητά τους καθορίζουν τον βαθμό οικονομικής ανισότητας στους μισθούς και τα εισοδήματα. Δίκαιη ανάπτυξη με αποδυνάμωση αυτών των θεσμών δεν μπορεί να υπάρξει.

Ωστόσο, η κυρίαρχη άποψη στη νέα οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ είναι ότι οι μισθοί πρέπει να προσαρμόζονται με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Αυτή είναι η λογική των δεσμεύσεων της κυβέρνησης στο τρίτο Μνημόνιο. Η μεταρρυθμιστική έμφαση στις «διαρθρωτικές αλλαγές» αφορά μόνο την προς τα κάτω προσαρμογή των μισθών. Η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή δημιουργεί ισχυρούς περιορισμούς στο αποτέλεσμα της επικείμενης μεταρρύθμισης στα εργασιακά, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις θέσεις του ΔΝΤ. Εάν η γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, που ισχυρίζεται ότι θέλει να πετύχει η κυβέρνηση, αφήσει αμετάβλητο το νομικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε από τα δύο πρώτα Μνημόνια ή οδηγήσει σε περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τότε κάθε αναφορά σε δίκαιη ανάπτυξη θα είναι απολύτως δημαγωγική.

Η αναδιάρθρωση του χρέους και η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα θα ήταν πράγματι μια σημαντική εξέλιξη για την οικονομία. Θα μείωνε τον ρυθμό δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας. Ωστόσο, η υπόθεση εξόδου της Ελλάδας στις αγορές σημαίνει δανεισμό με υψηλότερο κόστος και συνεπώς υψηλότερα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα, πλέον από τις αγορές, για την εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό θα έθετε αμέσως σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του χρέους, ειδικά αν η οικονομία δεν μεταβεί σε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθιστώντας ακόμη και τη μετάβαση στον τρίτο πυλώνα αβέβαιη. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και εάν μειωθεί ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούν οι θεσμοί, το πραγματικό δημοσιονομικό όφελος για τη χώρα θα ήταν ασήμαντο. Το πολιτικό όφελος για την κυβέρνηση θα ήταν η πλασματική λιτότητα που θα προβλεπόταν στον σχεδιασμό του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, καθώς η υλοποίησή του θα δημιουργούσε νέα βάρη για την οικονομία και την κοινωνία.

Τέλος, είναι αμφισβητήσιμο εάν η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ σηματοδοτεί αναπτυξιακή προοπτική, πολύ περισσότερο την έναρξη ενός ενάρετου κύκλου. Σχεδόν όλες οι εμπειρικές μελέτες για τις επιπτώσεις των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης στις χώρες που έχουν εφαρμοστεί, π.χ. Ιαπωνία, ΗΠΑ, δείχνουν ότι ελάχιστη ρευστότητα καταλήγει στον πραγματικό τομέα της οικονομίας καθώς κύριος στόχος είναι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αν στην εικόνα αυτή προσθέσουμε την κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τότε η προσδοκία ότι η ρευστότητα της ΕΚΤ θα φτάσει στον πραγματικό τομέα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ρεαλιστική. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν θα είναι θετική εξέλιξη, αλλά όχι για τον λόγο που επικαλείται η κυβέρνηση.

Επιπλέον, η σχέση ποσοτικής χαλάρωσης και ανάπτυξης έχει σημαντικές ιδεολογικές προεκτάσεις. Η άποψη ότι μπορεί να δημιουργηθεί ανάπτυξη και απασχόληση μέσω της νομισματικής πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικής και εισοδηματικής λιτότητας αποκαλύπτει πίστη στο «οπλοστάσιο» της συντηρητικής οικονομικής σκέψης και πολιτικής. Ουσιαστικά υποστηρίζεται η ιδέα της «επεκτατικής λιτότητας». Θα ήταν το νέο ισχυρό σοκ για την προοδευτική οικονομική σκέψη, τα συνδικάτα και τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας το φαινόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα να εφαρμόζει πολιτική λιτότητας και να προσδοκά ανάπτυξη, έστω και με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής.

Ποια είναι λοιπόν τα συνθετικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής της οικονομικής στρατηγικής της κυβέρνησης; Αυταπάτες; Λαϊκισμός; Ιδεολογική προσαρμογή στην συντηρητική οικονομική σκέψη; Οι εξελίξεις στους αμέσως επόμενους μήνες θα μας δώσουν την απάντηση. Εκείνο που μπορούμε με σιγουριά να πούμε σήμερα είναι ότι η ρητορική που στηρίζει την αρχιτεκτονική αυτής της στρατηγικής είναι προσαρμοσμένη στην οικονομική και πολιτική σκέψη της ευρωπαϊκής ελίτ που υποστηρίζεται και από τα πιο δεξιά – συντηρητικά τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας. Ομως ακόμη και αυτό είναι αρκετό να μετακινήσει τον κεντρικό άξονα του πολιτικού – κομματικού συστήματος της χώρας μας δεξιότερα.

Ο Γιώργος Αργείτης είναι επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και αν. καθηγητής του ΕΚΠΑ