Τον ογκώδη «Δυτικό Κανόνα» του Χάρολντ Μπλουµ (ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Gutenberg, σε πολύ καλή απόδοση από την Κατερίνα Ταβαρτζόγλου ως µεταφράστρια και τον Δηµήτρη Αρµάο ως επιµελητή) τον διάβασα µε ένα αίσθηµα ασφυξίας. Και αυτό παρ’ όλο που συµφωνούσα σε πολλά µε τον συγγραφέα, παρ’ όλο που θαύµαζα την ευστοχία ή την ερεθιστική πρωτοτυπία και τόλµη πολλών παρατηρήσεών του. Αλλά η ιδέα ενός λογοτεχνικού Κανόνα έχει για µένα κάτι το τρομακτικό. Μου φαίνεται πως υποθάλπει την παραίτηση από την υπεράσπιση του προσωπικού γούστου. Το επιχείρημα του επιφανούς αμερικανοεβραίου κριτικού είναι ότι το corpus της παγκόσμιας λογοτεχνίας περιλαμβάνει δεκάδες χιλιάδες αξιανάγνωστα βιβλία, που κανένας δεν προλαβαίνει να διαβάσει στη διάρκεια της ζωής του, χρειάζεται επομένως ένας μπούσουλας. Αυτό είναι βέβαια σωστό. Αλλά μπορεί άραγε ένας τέτοιος μπούσουλας να λειτουργήσει ερήμην της προσωπικότητας του αναγνώστη; Μπορεί κάποιος να εκτιμήσει ένα λογοτέχνημα απλώς επειδή μια αυθεντία τον διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για αριστούργημα; Και θα ήταν άραγε υγιής μια τέτοια ανταπόκριση;

Στα εισαγωγικά κεφάλαια του βιβλίου ο Μπλουμ υπερασπίζεται την αισθητική αυτονομία της λογοτεχνίας, ανοίγοντας μέτωπο με τους αποδομιστές θεράποντες των «Πολιτισμικών Σπουδών», που την εργαλειοποιούν υποτάσσοντάς τη στη στενή, συχνά παραμορφωτική ερμηνευτική προσέγγιση κινημάτων όπως ο φεμινιστικός ή ο αφροαμερικανικός ριζοσπαστισμός. Προσυπογράφω κάθε λέξη του εδώ, αν και νομίζω ότι η υποχώρηση της ακαδημαϊκής φρενίτιδας των «Πολιτισμικών Σπουδών» κάνει και τη δική του πολεμική να μοιάζει λιγάκι ξεπερασμένη, όχι ως προς το περιεχόμενο αλλά ως προς τη σκόπευση (το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε πριν από είκοσι δύο χρόνια). Η αισθητική αυτονομία του λογοτεχνικού κειμένου είναι αναμφισβήτητη για όσους δεν τυφλώνονται από ιδεολογικές παρωπίδες και τον φανατισμό του ζηλωτή. Αλλά δεν συνεπάγεται αυτομάτως αντικειμενικά, πάγια και γενικής ισχύος κριτήρια για τη βαθμολόγηση των λογοτεχνικών δημιουργιών και την επιλογή των είκοσι, τριάντα ή πενήντα αρίστων. Η ιστορία των λογοτεχνικών Κανόνων, άτυπων και τυποποιημένων, τους δύο τελευταίους αιώνες δείχνει ότι στη διαμόρφωσή τους υπεισέρχονταν πάντοτε εξωαισθητικά κριτήρια μεταμφιεσμένα σε αισθητικά.

Ολα αυτά ο Μπλουμ δεν φαίνεται να τα υπολογίζει. Ή ίσως διαισθάνεται το πρόβλημα και προσπαθεί να το απλοποιήσει: ορίζει, με αρκετά αξιωματικό τρόπο, τον Σαίξπηρ ως τον μεγαλύτερο συγγραφέα όλων των εποχών και άρα μέτρο της αξίας των υπολοίπων, οι περισσότεροι από τους οποίους άλλωστε είναι μεταγενέστεροί του και έγραψαν υπό το «άγχος της επίδρασης» εκείνου (έννοια που αποτελεί μια παλιά θεωρητική εμμονή του Μπλουμ). Από εκεί και πέρα το έργο του γίνεται ευκολότερο. Οι περίπου είκοσι πέντε συγγραφείς που περιστοιχίζουν τον Σαίξπηρ στον κατά Μπλουμ Κανόνα προβάλλονται στο φόντο του μεγάλου προτύπου, προσεγγίζονται δηλαδή από τη σκοπιά της αναμέτρησής τους με εκείνο. Γι’ αυτό μίλησα για ασφυξία. Ολόκληρη η λογοτεχνία του Κανόνα, αυθαίρετη αναγωγή της παγκόσμιας λογοτεχνίας η ίδια, ανάγεται με τη σειρά της σε έναν διαχρονικό διάλογο με τον άγγλο δραματουργό. Ο Μπλουμ δεν αρνείται τη γνωστική αξία της λογοτεχνίας. Αλλά ο «Δυτικός Κανόνας» πάσχει από αισθητικό αυτισμό, οργανωμένος καθώς είναι με τη λογική τέτοιων ιεραρχήσεων. Ετσι η πολεμική του Μπλουμ οδηγεί και τον ίδιο στη μονομέρεια και τον δογματισμό που καταγγέλλει. Να διαλέγετε προσεκτικά τους εχθρούς σας, γιατί τελικά θα τους μοιάσετε, προειδοποιούσε ο Νίτσε.

Ο Χάρολντ Μπλουμ είναι μεγάλος κριτικός, δεν το συζητάμε. Αλλά ίσως έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στην κριτική αυθεντία, τουλάχιστον τη δική του. Μια σεμνότερη και ενδεχομένως πιο σώφρων στάση θα ήταν να προσπαθούμε να καταλάβουμε γιατί μας αγγίζει ή δεν μας αγγίζει ένα λογοτεχνικό κείμενο και να το εξηγούμε όσο γίνεται πειστικότερα. Η ποιότητα τέτοιων εξηγήσεων στη συζήτηση ενός λογοτεχνικού έργου είναι ίσως ένα καλό κριτήριο της αξίας του. Για να το πω και αλλιώς: η λογοτεχνία είναι αισθητικά αυτόνομη, αλλά η αισθητική δεν είναι!