Αν το «Mad Men» είναι η ωδή της ποπ κουλτούρας στη δεκαετία του 1960 και το «Wire» η σειρά γι’ αυτό που «συμβαίνει τώρα» στο αμερικανικό ασυνείδητο, το «Stranger things», είναι η νοσταλγική χειρονομία στην πιο παρεξηγημένη δεκαετία του πρόσφατου παρελθόντος. Η τηλεοπτική ανακάλυψη του φετινού καλοκαιριού επιστρέφει στους εφιάλτες του Τζον Κάρπεντερ, στην παντοδυναμία του Σπίλμπεργκ, στη συντροφικότητα του «Στάσου πλάι μου» (όχι πια σεξ, μόνο φίλοι), στις γραμμένες κασέτες των τραγουδιών και, κυρίως, σε ένα σύμπαν χωρίς Ιντερνετ και free downloading (όχι πια WiFi, μόνο γουόκι τόκι). Η νοσταλγία του, ωστόσο, δεν είναι αθωωτική. Στα οκτώ καλογραμμένα επεισόδια –και ενώ αναμένεται προφανώς ο δεύτερος κύκλος –αναβιώνει μια κλειστοφοβική εποχή με αόρατους τρόμους, αόρατους εχθρούς, ριγκανική ασφάλεια και πίσω από τα προφανή μια κριτική για τον τεχνητό παράδεισο που θα έσκαγε σε λιγότερο από είκοσι χρόνια. Μια κριτική, για όσους το επιθυμούν, ακόμη και για την εκμετάλλευση της ίδιας της νοσταλγίας από το θηριώδες μάρκετινγκ της περιόδου (είναι να αναρωτιέσαι βέβαια πώς και λείπει ο Μάικλ Τζάκσον από μια σειρά που διαδραματίζεται τον Νοέμβριο του 1983). Η τηλεοπτική σειρά υπενθυμίζει με τον τρόπο της έναν απαράβατο κανόνα της ποπ νεανικότητας: τις δεκαετίες τις ζεις στην εποχή τους, αλλά τις μαθαίνεις κατόπιν εορτής. Η νοσταλγία δεν σημαίνει ότι πρέπει να επανεφεύρεις όλες τις αναμνήσεις μιας περιόδου. Αλλά να φωτίσεις εκείνη την καθοριστική στιγμή όταν όλα έμοιαζαν τρομακτικά καινούργια.