Ηταν γιορτή, πανηγύρι. Ραντεβού με τους φίλους, ποδαράτο μέχρι το γήπεδο. Παντού φωνές, αναστάτωση, ένα φτερούγισμα στην καρδιά από την προσμονή. Στις γωνίες οι πωλητές είχαν πιάσει πόστο από νωρίς. Σημαίες και κασκόλ με τα χρώματα των ομάδων. Πηγαδάκια από γνωστούς και αγνώστους. «Ποιος είναι ο διαιτητής;», «Πώς θα παίξει η ομάδα;», «Σε τι κατάσταση βρίσκεται ο τάδε παίκτης;», «Θα δώσει κανένα πριμ ο Καβούριας;».

Μικροεντάσεις, παρεξηγήσεις από δογματικούς. Στο τέλος, όλοι μια παρέα έμπαιναν στον ναό.

Το πράσινο, αυτό το χρώμα της ποδοσφαιρικής σκηνής που γινόταν ακόμα πιο έντονο κάτω από τον αττικό ήλιο, έμοιαζε ζωγραφιστό, τρυπούσε το μυαλό και άφηνε τη φαντασία να καλπάσει.

Πιστοί προσκυνητές μιας θρησκείας που άγιοί της ήταν γητευτές της στρογγυλής θεάς περίμεναν με ανυπομονησία να προσκυνήσουν. Να αφήσουν τα τάματά τους, να ζητήσουν τις χάρες τους.

Ψαλτάδες που θέλουν να συμμετέχουν στο ιερό μυστήριο, να δώσουν τον τόνο στη λειτουργία.

Παλαιότερα υπήρχαν οι ροκάνες, μετά έγιναν της μόδας οι τρομπέτες και τα τύμπανα. Το κύμα στις εξέδρες που ταξίδεψε από τα στάδια του Μεξικού.

Το πρώτο σφύριγμα, οι πρώτες μπαλιές, η πρώτη ευκαιρία, το πρώτο «αχ», οι πρώτες εντυπώσεις και αναλύσεις.

Ολοι μια παρέα συναγωνίζονταν για την καλύτερη ατάκα, το καλύτερο πείραγμα που θα φώναζαν στον διαιτητή, στον μαδαρό ή υπέρβαρο αντίπαλο. Και να τα γέλια. Και να ο «Αστραχάν» που έγινε «καθαρόαιμο» και ξανά «Αστραχάν».

Και να οι συμβουλές στον προπονητή για τις πρώτες διορθωτικές κινήσεις.

Κι όταν πια ερχόταν το πολυπόθητο γκολ, η Ανάσταση, το γήπεδο έπαιρνε ζωή. Τα τσιμέντα ζωντάνευαν, έπαιρναν σάρκα και οστά.

Ολα αυτά κάποτε. Σήμερα, οι άνθρωποι που ήταν επιφορτισμένοι να φροντίζουν την εκκλησία απέτυχαν στην αποστολή τους. Και αντί να παραιτηθούν προτίμησαν να τιμωρήσουν τους πιστούς. Την κλείδωσαν και πήραν τα κλειδιά στο σπίτι.