Κατά παράδοση, σε μια κοινωνία οι νέοι είναι πιο προοδευτικοί, πιο νεωτεριστές, πιο καινοτόμοι και ρηξικέλευθοι. Η αντιμνημονιακή αγανάκτηση όμως, όχι ως πολιτική θέση αλλά ως ένα είδος «νεοσυνείδησης» που καλλιέργησαν οι πομφόλυγες της ρητορικής της αναμοχλεύοντας τον φανατισμό των άνω και κάτω πλατειών, ταρακούνησε αυτήν την παράδοση. Και όταν η αγανάκτηση έγινε εξουσία, την ισοπέδωσε. Ετσι παρατηρώ ότι πολλοί από τους νεότερους συμπολίτες μου είναι πιο συντηρητικοί από τους μεγαλύτερους. Μαγεμένοι από έναν νέο σε ηλικία πολιτικό που διεκδικούσε την πρωθυπουργία υποσχόμενος χορούς ανεξαρτησίας, τώρα, αρνούμενοι να συμβιβαστούν με την απομάγευση (η παραδοχή της λάθος εκτίμησης είναι στοιχείο ανώτερου συναισθηματικού πολιτισμού), μεταμόρφωθηκαν σε κάτι που παραπέμπει σε γερόντια. Προσκόλληση μέχρι υποτέλειας σε μια καθεστωτική αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας, προβλέψιμοι και επαναλαμβανόμενοι, αντιδραστικοί και φοβικοί σε ό,τι δεν γνωρίζουν ή δεν μπορούν να χειριστούν, όταν ξεμένουν από επιχειρήματα καταφεύγουν στα οπλοστάσια του Εμφυλίου. Ακριβώς σαν κάτι απόστρατους αξιωματικούς που θυμάμαι από τα βάθη της δεκαετίας του 1970 να παραληρούν για την πάταξη του κομμουνιστικού κινδύνου.

Σε αντιδιαστολή, οι – ας πούμε – μεσήλικοι (πολλοί με θητεία στην Αριστερά) διακατεχόμαστε περισσότερο από την αγωνία για το μέλλον επειδή γνωρίζουμε το παρελθόν. Ξέρουμε τι σημαίνει απομόνωση, να βλέπουμε μόνο ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ, να περιμένουμε μήνες για να δούμε μια ξένη ταινία και στα ταξίδια μας στο εξωτερικό, με το που φθάνουμε, να τρέχουμε σε χαμπουργκεράδικα γνωστών αλυσίδων, όχι για τη γεύση, αλλά για την αλητεία ενός υποτυπώδους κοσμοπολιτισμού.