Οταν δημιουργήθηκαν τα ιδιωτικά κανάλια στα τέλη της δεκαετίας του ’80, καλωσορίστηκαν ως «ελεύθερη τηλεόραση». Δεν ήταν. Αλλά ο επιθετικός προσδιορισμός είχε νόημα. Πρώτον, επειδή η τότε κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει τη δημιουργία τους. Και δεύτερον, επειδή δεν ήταν καθόλου ελεύθερη η κρατική τηλεόραση. Ηταν δουλική εξαιτίας του ασφυκτικού ελέγχου που ασκούσαν επάνω της οι μανδαρίνοι της εξουσίας. Η ποιότητα του προγράμματός της, την οποία αναγνώριζαν όλοι, δεν έφτανε για να σβήσει την αποστροφή που προκαλούσε στην κοινή γνώμη η εξάρτησή της από την κυβέρνηση. Η απαξίωση ήταν το φυσικό αποτέλεσμα. Από τότε, και με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κρατική τηλεόραση υποδύεται τη σοβαρή και τη μετριοπαθή για να κρύψει αυτό που ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα: βαρετή και εξαρτημένη.

Ολα αυτά θα ήταν υλικό επετειακών αφιερωμάτων εάν ο Νίκος Παππάς δεν επιχειρούσε να κάνει αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει ο Δημήτρης Μαρούδας τη δεκαετία του 1980, όταν απειλούσε ότι θα καταρρίψει τους δορυφόρους. Η διαφορά είναι ότι ο τρόπος του Παππά δεν προκαλεί τη θυμηδία που προκάλεσε τότε η γκροτέσκα απειλή του Μαρούδα. Προκαλεί ανησυχία –μπορεί σε μια άλλη χώρα να προκαλούσε και τρόμο: δεν είναι καν μια κυβέρνηση που συγκεντρώνει όλη αυτήν την εξουσία, είναι ένα πρόσωπο. Ποιος δίνει τις άδειες; Η Bουλή, δηλαδή η κυβέρνηση, δηλαδή ο υπουργός. Ποιος αποφασίζει εάν θα δοθούν πανελλαδικές άδειες σε θεματικά κανάλια; Πάλι ο υπουργός.

Είναι ο Νίκος Παππάς «υπουργός της Βόρειας Κορέας», όπως είχε πει στη Βουλή ο Ανδρέας Λοβέρδος; Μπορεί και όχι. Η ρύθμιση, όμως, έχει μια εσάνς «ανελεύθερης δημοκρατίας». Και μια έντονη οσμή προσωπικής αλαζονείας. Πώς το είχε πει ο Αλμπέρτο Σόρντι με μια ψυχρή ηρεμία σε εκείνη την ταινία του Μονιτσέλι; «Εγώ είμαι εγώ, κι εσείς είστε ένα τίποτα». Η ταινία ήταν κωμωδία. Αλλά μια τέτοια αντίληψη μόνο αστεία δεν είναι. Κι ούτε καν γκροτέσκα.