Η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» αποχαιρέτησε χθες τον Χέλμουτ Σμιτ με δέκα δικές του ατάκες. Η ατάκα «για μένα υπάρχουν μόνο δύο διεγερτικά, η δουλειά και τα τσιγάρα» είναι η πιο χαριτωμένη. Η ατάκα «όποιος βλέπει οράματα να πάει στον γιατρό» που είχε εκστομίσει με αφορμή μια σχετική δήλωση του Βίλι Μπραντ είναι μνημείο πολιτικού χιούμορ. Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα είναι μια άλλη. Βγήκε από τα χείλη του τον Σεπτέμβριο του 1986 κατά την αποχαιρετιστήρια ομιλία του στη γερμανική Βουλή. Και είχε το βάρος ενός πολιτικού στοχασμού: «Κανένας ενθουσιασμός δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος από το νηφάλιο πάθος για την πραγματικότητα».

Σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει εθιστεί και έχει εθίσει τους πολίτες στην άρνηση της πραγματικότητας αυτή η ατάκα μπορεί να εισπραχθεί και ως μια πολύ χρήσιμη συμβουλή. Το Μνημόνιο ΙΙΙ δεν είναι μόνο προϊόν αυτής της έλλειψης νηφάλιου πάθους, αλλά και ενός ασυγκράτητου ενθουσιασμού για την κατάκτηση της εξουσίας. Οπως προϊόν της ίδιας έλλειψης νηφάλιου πάθους και της ίδιας υπερπαραγωγής ενθουσιασμού ήταν το Μνημόνιο ΙΙ και πριν από αυτό το Μνημόνιο Ι. Η κρίση μπορεί να διαβαστεί και ως μετάδοση του ιού του ενθουσιασμού από το ένα κόμμα που δοκιμάστηκε σε συνθήκες πραγματικότητας και έπεσε στα βράχια στο επόμενο που αναλαμβάνει τυφλωμένο από τον ενθουσιασμό του την εξουσία.

Με τη συσσωρευμένη εμπειρία από τρία Μνημόνια, πέντε εθνικές εκλογές και επτά κυβερνήσεις, το πολιτικό μέλλον μοιάζει προδιαγεγραμμένο. Το μέλλον προδιαγράφεται πια και από το παρόν –τις δόσεις που καθυστερούν, τους πλειστηριασμούς που έρχονται, τα πόθεν έσχες που μπάζουν από παντού, το παρακράτος που αποκαλύπτεται, τον νέο γύρο δυσανεξίας απέναντι στα μέσα ενημέρωσης. Ο ενθουσιασμός αρχίζει να εξασθενεί. Τόσο που το ταξίδι του Πρωθυπουργού στη Μάλτα μοιάζει σχεδόν να μη γίνεται για τη Σύνοδο Κορυφής, αλλά να έχει τον χαρακτήρα μιας καταθλιπτικής απόδρασης από την πραγματικότητα. Λύσεις, όμως, υπάρχουν. Γιατί, όπως είπε και ο Χέλμουτ Σμιτ με την πιο μπαρουτοκαπνισμένη ατάκα του, «θέληση χρειαζόμαστε». Α, «και τσιγάρα».