Κανένας δεν θα ήθελε να βρίσκεται σήμερα στη θέση του Αλέξη Τσίπρα. Κι ωστόσο αξίζει να αναρωτηθεί κανείς τι έκανε –και τι δεν έκανε ο ίδιος για να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Αν προκάλεσε ο ίδιος τη δίνη από την οποία τώρα καλείται να βγει.

Ολοι – εντός και εκτός –επιχειρούν ακόμη να ανιχνεύσουν ποιο είναι το άρρητο σχέδιο που καθοδηγούσε τις κινήσεις του Πρωθυπουργού το τελευταίο πεντάμηνο. Μάταιος κόπος. Στα βασικά ο Τσίπρας έπαιζε με ανοιχτά χαρτιά, μένοντας πιστός σε δύο θεμελιώδεις παραδοχές που διακήρυττε ήδη πριν από τις εκλογές –τότε που κάποιοι επέμεναν να τον μεταφράζουν στη γλώσσα του δικού τους πραγματισμού.

Η πρώτη παραδοχή ήταν ότι ένα Grexit είχε πολύ οδυνηρές παρενέργειες για να το αφήσουν οι εταίροι να συμβεί. Και η δεύτερη ότι στο εσωτερικό θα ενεργοποιούνταν αυτό που οι θεωρητικοί του ΣΥΡΙΖΑ υπολόγιζαν πάντα ως «λαϊκό παράγοντα».

Οι πλατείες που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, θα τον χαλύβδωναν ως εξουσία ικανή ακόμη και να επιχειρήσει ιστορικά πειράματα. Για αυτό, ενθαρρυμένος κιόλας από τις δημοσκοπήσεις, ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί του έφτασαν να ταυτίζουν την κυβέρνησή τους με τον λαό. Εναν λαό-μάρτυρα που –όπως το εξηγούσε προεκλογικά ένας από τους νηφαλιότερους ρεαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ –«μπορεί στο τέλος εξουθενωμένος να επιλέξει τη χρεοκοπία του».

Η πρώτη παραδοχή γύρισε μπούμερανγκ. Η διαρκής επίκληση της απειλής περί σπασίματος της αλυσίδας του ευρώ δεν την κατέστησε απλώς κοινότοπη. Της έδωσε και χαρακτήρα ωμού εκβιασμού, σε βαθμό που έκανε ορισμένους κρίσιμους παίκτες να πιστέψουν ότι η υποχώρηση έναντι της Ελλάδας θα είχε πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος για τη συνοχή της ΕΕ, απ’ ό,τι ένα Grexit. Εκανε δηλαδή ακόμη και τους παραδοσιακούς συμμάχους της Ελλάδας να βλέπουν ως συμφέρουσα την παραμονή της μόνο υπό τον όρο μιας παραδειγματικής συνθηκολόγησης.

Η άλλη παραδοχή περί «οργανικής σχέσης» με τον λαό κλονίστηκε την περασμένη Πέμπτη, όταν στην πλατεία εμφανίστηκαν οι μη φίλιες προς την κυβέρνηση κοινωνικές δυνάμεις. Δεν χρειαζόταν βέβαια η διαδήλωση για να φανεί ότι «λαός» δεν είναι το σώμα που υπακούει στα δογματικά μοντέλα του 19ου αιώνα. Αλλά η διαδήλωση επισήμανε και στους πιο δογματικούς τα όρια της νομιμοποίησής τους.

Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό το τοπίο είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο που είχε φανταστεί ο Πρωθυπουργός. Η δυσκολία του να συμφιλιωθεί με μια πραγματικότητα που δεν μπορούσε να αλλάξει διαμόρφωσε και τους όρους του σημερινού υπαρξιακού διλήμματος. Η επιλογή που του προσφέρεται δεν είναι μεταξύ «θανάτου» και «ζωής». Η καλή επιλογή είναι πλέον ο μη θάνατος.