Στη δημόσια συζήτηση κυριάρχησε κατά διαστήματα το ζήτημα της πληρωμής μισθών και ημερομισθίων. Η ίδια η κυβέρνηση έβλεπε ήδη από τον Μάρτιο ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια θα βρισκόταν στο δίλημμα ή να πληρώσει μισθούς και συντάξεις ή να αποπληρώνει χρέη. Η κατάσταση επιδεινώνεται καθώς οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς (πρώην τρόικα) παρατείνονται: Η οικονομία διολισθαίνει πάλι στην ύφεση από την οποία φαινόταν να ξεφεύγει το 2014. Δοκιμάζεται από την αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική (και τους φόρους) και οι επενδύσεις μένουν στάσιμες. Ακόμα και η συνήθης λειτουργία καλών επιχειρήσεων γίνεται δυσκολότερη καθώς το Δημόσιο δεν πληρώνει τους προμηθευτές του και περικόπτει τις δαπάνες για τα νοσοκομεία (!) και οι τράπεζες βλέπουν τις αποταμιεύσεις να δραπετεύουν. Ουδείς γνωρίζει τι θα φέρει η επόμενη μέρα.

Ορισμένες προτεραιότητες της κυβέρνησης για τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά είναι ορθές. Ομως, σε άλλα θέματα ταλαντεύεται ανάμεσα σε απαρχαιωμένα και αποτυχημένα ιδεολογήματα και αντικειμενικούς περιορισμούς, αφού λεφτά δεν υπάρχουν. Και ή αδρανεί ή στρέφεται προς τα πίσω επαναφέροντας δομές και διαδικασίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία: Τακτοποιεί τις σχέσεις της με διάφορα μειοψηφικά μεν, θορυβώδη δε και επιθετικά τμήματα της στενής κοινωνικής βάσης –τις πιο ακραίες ομάδες (ή συνιστώσες) μέσω μιας χαλαρής ερμηνείας του νόμου και της τάξης. Επίσης, επαναφέρει συνδικαλιστές του Δημοσίου στα πειθαρχικά, καταργεί την αξιολόγηση κ.λπ. Στα ΑΕΙ αποκαθιστά τον ρόλο των οργανωμένων φοιτητικών μειοψηφιών (και των κομμάτων). Ταυτόχρονα, υπόσχεται αποσπασματικά και επίμονα την περαιτέρω διόγκωση του κράτους με μαζικές προσλήψεις, ίδρυση νέων κρατικών θεσμών, εγχώρια «αναβάθμιση» απολύτως άχρηστων και επικίνδυνων αεροσκαφών, που έδειξε ανάμεσα σε άλλα πόσο κίβδηλη είναι η δήθεν ανθρωπιστική ρητορική, κ.ά.

Σε άλλα δομικά θέματα, από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτάται το μέλλον της χώρας, απλά περιορίζεται σε επιφανειακές ρυθμίσεις που υποτίθεται ότι δεν έχουν «πολιτικό κόστος» και αγνοείται η γνώση. Π.χ. στη Δικαιοσύνη το ενδιαφέρον της εξαντλείται στην τεχνολογική αναβάθμιση. Στην παιδεία εχθρεύεται την αριστεία και σοβαρούς θεσμούς αξιολόγησης. Στο Ασφαλιστικό παρακάμπτει το κρίσιμο πρόβλημα της διατηρησιμότητας. Αυτό, αν δεν λυθεί, θα προκαλεί αυξανόμενες δαπάνες στους προϋπολογισμούς. Εκτός τούτου η κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει στην πρόκληση της διαγενεακής δικαιοσύνης.

Συνοπτικά: Η τωρινή οικονομική πολιτική έχει ήδη ορατό οικονομικό κόστος (σε όρους παραγωγής και απασχόλησης) και δεν προετοιμάζει τη χώρα για το μέλλον. Η χρεοκοπία παραμονεύει.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών