Μετά τη δημοσίευση της τελευταίας Εκθεσης για την Παγκόσμια Οικονομία (World Economic Outlook) από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κορυφαίοι οικονομολόγοι όπως ο Λάρι Σάμερς, ο Μάριο Μόντι και ο Ολιβιέ Μπλανσάρ υποστήριξαν την ανάγκη αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης ώστε οι δημόσιες επενδύσεις να μπορέσουν να επιταχύνουν την οικονομική της ανάκαμψη. Ομως η Γερμανία αντιδρά καθώς είναι βαθιά προσηλωμένη στην αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης. Η έμφαση στην πειθαρχία αντανακλά πρωταρχικά μια αντίληψη εμπεδωμένη στην κουλτούρα και τα πανεπιστήμια της Γερμανίας που συνδέει την οικονομική επιστήμη με την ηθική φιλοσοφία. Οικονομικές συμπεριφορές όπως η αποταμίευση και η αποφυγή του χρέους είναι επιθυμητές γιατί είναι συνεπείς με ηθικά πρότυπα στην προσωπική συμπεριφορά. Επιπλέον, οι Γερμανοί δεν είναι πεισμένοι ότι οι κεϊνσιανές πολιτικές είναι αποτελεσματικές στον προσδιορισμό των μακροχρόνιων οικονομικών τάσεων.

Ομως σήμερα προέχει η ανάγκη ανάκτησης του χαμένου προϊόντος και απασχόλησης, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Οι δημόσιες επενδύσεις για υποδομές μπορούν να χρησιμεύσουν ως μοχλός γι’ αυτήν την ανάπτυξη, ενισχύοντας ταυτόχρονα τόσο τη βραχυχρόνια ζήτηση όσο και τη δυνητική μακροχρόνια ανάπτυξη. Το επιχείρημα για αυξημένες δημόσιες επενδύσεις στην ευρωζώνη είναι ισχυρό.

Βέβαια, η αυξημένη κεφαλαιακή δαπάνη από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν αποτελεί πανάκεια. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να αναβαθμίσει το πρόγραμμα που πρόσφατα ανήγγειλε για ποσοτική νομισματική επέκταση, παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις της Bundesbank. Στην ευρωζώνη πρέπει να συμπεριληφθούν στις αγορές τα κρατικά ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών.

Ομως, η επιτάχυνση των δημόσιων επενδύσεων πρέπει να αποτελέσει τον κορμό μιας συνεκτικής στρατηγικής για την οικονομική ανάκαμψη της ευρωζώνης.

Ο Γιάννος Παπαντωνίου διετέλεσε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών από το 1994 έως το 2001. Είναι πρόεδρος της ομάδας σκέψης Center for Progressive Policy Research.