Το είδα γραμμένο πολλές φορές τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την «αποχώρηση» του Σπύρου Ζαγοραίου. «Ε ντε λα μαγκέν»! Παραφθορά τού «Ενας μάγκας στον Βοτανικό» σε μια ιδιότυπη ρεμπέτικη αργκό με γαλλικό αξάν που χλεύαζε τις γλωσσικές εμμονές τής τότε νεοαστικής τάξης. Και θυμάμαι τον «κύριο Σπύρο» να μιλάει για μαγκιά…

Πριν από λίγα χρόνια, τραγουδούσε σε έναν χώρο κάτω από το σπίτι του, στο Αιγάλεω. Εκ των ενόντων… Η γυναίκα του η κυρία Ζωή, όταν είχε πρόγραμμα, έβαζε μεγαλύτερο καζάνι από το καθημερινό και ό,τι μαγείρευε έτρωγαν και οι πελάτες – φίλοι. Αν ήθελες ακριβή ώρα έναρξης, τηλεφωνούσες στο σπίτι και ο Ζαγοραίος απαντούσε κάθετα: «Ο,τι ώρα τελειώσουν οι βραδινές ειδήσεις». Και όντως, με το «καληνύχτα» του νιουζκάστερ, έβγαζε την παντόφλα, φορούσε το σκαρπίνι και κατέβαινε να πιάσει μικρόφωνο. Πέραν όμως αυτής της μικροαστικής συνθήκης, η χαριτωμένη μαγκιά του αναδυόταν ένδοξη και αυθεντική…

«Ε ντε λα μαγκέν» λοιπόν για μια έννοια που δεν μεταφράζεται σε άλλη γλώσσα αφού, αρχικά, αναφερόταν στους Αρματολούς και τους Κλέφτες, ενσωματώθηκε και μεγαλούργησε στο ρεμπέτικο και σιγά σιγά παραποιήθηκε μέχρι να εκφυλιστεί ή και να ξεφτιλιστεί ακόμη όταν περιορίζεται σε εξωτερικά, περιγραφικά χαρακτηριστικά.

Αναζητώντας σήμερα τη χαμένη πορεία της μαγκιάς, καταλήγω για άλλη μια φορά στο ότι η κάθε εποχή έχει τους μάγκες που της αξίζουν. Ή που τις χρειάζονται. Τη δεκαετία του 1930 ήταν οι ποινικοί. Μετά, αυτοί που είχαν συγκεκριμένους κώδικες, ενώ στα χρόνια του 1960 και 1970 η μαγκιά ταυτίστηκε με την αυθεντικότητα. Και αργότερα, με το γραφικά παλιό. Και τελευταία, στα χρόνια του ξεχαρβαλώματος των αρχετύπων, μάγκας κατάντησε να θεωρείται αυτός που τα πιάνει αλλά δεν πιάνεται. Ετσι σήμερα «μυρίζομαι» μια αόριστη περιρρέουσα μαγκιά, αναγνωρίζω φιγουρατζήδες αλλά αναρωτιέμαι πού έχουν αναδιπλωθεί οι μάγκες. Γιατί δεν μπορεί να μην υπάρχουν.