Οτι έχει παρεισφρήσει ο αρχαιολογικός εθνικισμός στην ανασκαφή της Αμφίπολης δεν χωράει αμφιβολία. Αλλά το αυξημένο ενδιαφέρον του κοινού για την ανασκαφή δεν οφείλεται αποκλειστικά στους μηχανισμούς εθνικής προπαγάνδας. Το σύνδρομο του Ιντιάνα Τζόουνς δεν έχει να κάνει υποχρεωτικά με τις ιδεολογίες. Κι η περιέργεια του κοινού μπορεί να εξηγείται με την ανάγκη συμμετοχής σε ένα μυστήριο που αποκαλύπτεται, ένα work in progress υπό το φως της δημοσιότητας.

Αλλά στη δημόσια ζωή καμία οργανωμένη συλλογικότητα δεν επιτρέπει στην οντότητά της να αποδεχθεί ότι, π.χ., το μυστήριο και η περιέργεια μπορούν να υπερισχύσουν της ιδεολογίας. Ισως γι’ αυτό η υπόθεση ότι ο τάφος μπορεί να είναι ρωμαϊκός, που εξέφρασε η καθηγήτρια Ολγα Παλαγγιά, τείνει να μετατραπεί στο αντίπαλο δέος της εθνικιστικής ανάγνωσης. Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος το λέει πιο χοντρά. Στην εθνική εργαλειοποίηση της πιθανότητας να πρόκειται για μακεδονικό μνημείο («τρέμετε, Σκοπιανοί!»), λέει, φτάσαμε να αντιπαρατίθεται ένας υποτιθέμενος αντεθνικισμός, ο οποίος «δείχνει το ίδιο εγκλωβισμένος στην εργαλειακή αντίληψη του αρχαίου και, διά της Ρώμης, προσδοκά να αποϊστορικοποιήσει τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης ανασκαφής» (περιοδικό «The Books’ Journal», τχ. 48).

Η δεύτερη αυτή τάση, χθες, εκφράστηκε συλλογικά με ένα κείμενο υπογραφών. 140 άτομα, καθηγητές αρχαιολογίας, ιστορικοί κ.λπ., συνεπικουρούμενοι από αρχαιολόγους και μεταπτυχιακούς φοιτητές, τροφοδότησαν ένα κλίμα σφοδρής αντιπαράθεσης. Στο οποίο, κατά ένα πάγιο γλωσσικό ιδίωμα «ρήξης», οι δημόσιες τοποθετήσεις εναντίον της ρωμαϊκής πιθανότητας είναι, κατά την πολιτικά ορθή αντίληψη όσων θεωρούν ότι είναι αποκλειστικά δικό τους το αμπελοχώραφο της αρχαιολογίας, απόπειρες «ποινικοποίησης της επιστημονικής άποψης και στοχοποίησης όσων την εκφέρουν».

Η κ. Παλαγγιά, όντως, δέχεται επιθέσεις, όπως επιθέσεις δέχεται και η κ. Περιστέρη, που διενεργεί την ανασκαφή. Πρόσωπα με δημόσιο ρόλο και οι δύο, έχουν, εικάζω, τη δυνατότητα να αντιπαραθέσουν επιχειρήματα και επιστημονικό κύρος ακόμα και σε λοιδορίες, ακόμα και σε κακοήθειες –και μπορούν να αγνοήσουν τη σαχλαμάρα, η οποία επίσης δεν απαγορεύεται. Αν υπάρχουν απόψεις σε αυτή τη χρήσιμη δημόσια αντιπαράθεση, ανέτως μπορούν να ακουστούν συμπληρωματικά, το κύρος μιας άποψης το διασφαλίζουν τα επιχειρήματα, όχι το μπούγιο.

Το μπούγιο είναι, απλώς, πρακτική επιβολής. Και κατά βάθος αυταρχισμός.