Ο Ρουσό. Μετά την επιτυχία των πρώτων βιβλίων του, ο Ζαν-Ζακ Ρουσό κατασκεύασε μια ιδιαίτερη δημόσια περσόνα: την περσόνα ενός αυστηρού ηθικοπλάστη, με τη χαρακτηριστική του «αρμένικη ενδυμασία» –ένα είδος καφτανιού με γούνινο σκούφο. Ο θρίαμβος, το 1761, της «Νέας Ελοΐζας», ενός πραγματικού αισθηματικού μπεστ σέλερ, προσέθεσε μια νέα διάσταση στη διασημότητά του. Πολλοί αναγνώστες βάλθηκαν να γράφουν στον «Ζαν-Ζακ» προκειμένου να του εκφράσουν τον θαυμασμό και την αγάπη τους. Ως πραγματικοί φαν, τού έκαναν επισκέψεις και παραμόνευαν το πέρασμά του στον δρόμο. Ο Ρουσό είχε ποθήσει τη διασημότητα: έβλεπε σε αυτή μια κοινωνική εκδίκηση και ένα όπλο ενάντια στις ίντριγκες του λογοτεχνικού μικρόκοσμου. Φτάνοντας όμως στον στόχο του, ένιωσε παγιδευμένος. Πώς να παραμείνεις αυθεντικός όταν έχεις γίνει ένα δημόσιο πρόσωπο που το φαντάζεται ο καθένας κατά βούληση;

Ο Βολταίρος. Επιστρέφοντας στο Παρίσι το 1778, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Βολταίρος έτυχε μιας υπερενθουσιώδους υποδοχής στη Comédie Française. O δημόσιος θρίαμβος του σπουδαίου συγγραφέα μαρτυρούσε το νέο πρεστίζ των φιλοσόφων αλλά και την υπερβολική, ενοχλητική περιέργεια που τους συνόδευε. Γιατί ο Βολταίρος δεν είχε αποφύγει τα κακά της δημοσιότητας. Η ζωή του στο Φερνέ εξιστορούνταν σε όλες τις εφημερίδες, η Ευρώπη του Διαφωτισμού παρακολουθούσε κάθε του κίνηση. Μικρές γκραβούρες που τον αναπαριστούσαν σε ιδιωτικές στιγμές του αναπαράχθηκαν σε χιλιάδες αντίτυπα και πωλήθηκαν σε ένα αχόρταγο κοινό. Μάταια επιχείρησε ο ίδιος να απαγορεύσει εκείνη στην οποία τον βλέπουμε να φοράει, ξυπνώντας, το παντελόνι του.
Και η Βαλερί. Η πρώην σύντροφος του Φρανσουά Ολάντ πήγε το απόγευμα του Σαββάτου, μαζί με μια «αφρικανή φίλη», να κάνει τα ψώνια της σε μια λαϊκή συνοικία του Παρισιού, το Μπαρμπές. Αφηγείται η ίδια: «Ο κόσμος στον δρόμο ήθελε να φωτογραφιστεί μαζί μου. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ φιλική, αλλά σύντομα μετασχηματίστηκε σε πραγματικό σπρωξίδι. Ενας αστυνομικός με πολιτικά που βρισκόταν εκεί με τράβηξε σε ένα κατάστημα υφασμάτων. Εξω ο κόσμος φώναζε «Βαλερί, Βαλερί!». Ο αστυνομικός μού είπε «δεν μπορείτε πια να βγείτε χωρίς να σας ποδοπατήσουν». Κάλεσε λοιπόν ενισχύσεις και οι αστυνομικοί με συνόδευσαν σε μια κοντινή πιάτσα ταξί».
ΥΓ: Στο βιβλίο του «Δημόσια πρόσωπα. Η εφεύρεση της διασημότητας, 1750-1850», ο ιστορικός Αντουάν Λιλτί ανατρέχει στις απαρχές ενός φαινομένου που οι Γάλλοι αποκαλούν peoplisation ή pipolisation και θεωρούν σημείο των καιρών. Δεν είναι όμως. Απλώς τώρα τη θέση των σπουδαίων έχουν πάρει τα ψώνια.