«Η ιδέα της δικαιοσύνης», έτσι τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του νομπελίστα Ινδού οικονομολόγου Αμάρτια Σεν. Για τους εκδότες του, πρόκειται για «το πιο φιλόδοξο βιβλίο που έχει γράψει».


Από τον Διαφωτισμό και μετά, λέει ο Σεν, έχουν υπάρξει ουσιαστικά δύο τρόποι να εξετάσει κάποιος τη δημιουργία μιας δίκαιης κοινωνίας. Ο ένας, που προέρχεται από τον Χομπς, είναι η παράδοση του κοινωνικού συμβολαίου και συνδέεται με τον Λοκ, τον Ρουσό, τον Καντ και τον Τζον Ρολς, τον «μεγαλύτερο ηθικό φιλόσοφο της εποχής μας», όπως τον χαρακτηρίζει ο Σεν. Βαθύ χάσμα χωρίζει αυτή την προσέγγιση από εκείνη που αποδίδεται στον Άνταμ Σμιθ, τον Κοντορσέ, τον Τζον Στιούαρτ Μιλ και τον Μαρξ. Η δεύτερη αυτή προσέγγιση δεν ασχολείται με το πώς πρέπει να είναι μια ιδανική δίκαιη κοινωνία, αλλά με το πώς θα μπορούσε να εξαλειφθεί αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν αδικία στον κόσμο. Ο Μιλ δεν πίστευε ότι η κατάργηση της δουλείας ή η βελτίωση της θέσης της γυναίκας θα οδηγούσαν σε μια τέλεια κοινωνία, αλλά θεωρούσε ότι αξίζει τον κόπο να δοκιμαστεί κάτι τέτοιο.

Ο Αμάρτια Σεν γεννήθηκε στη Βεγγάλη το 1933, απέκτησε δύο κόρες από την πρώτη του γυναίκα, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη γυναίκα του, από την οποία απέκτησε άλλα δύο παιδιά, πέθανε από καρκίνο και ο Σεν παντρεύτηκε τρίτη φορά. Σήμερα μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Βοστώνη και στη Βρετανία, ενώ επισκέπτεται συχνά και την Ινδία. «Το πρόβλημα που έχουμε σήμερα είναι το ίδιο με εκείνο που υπήρχε τον 18ο αιώνα», τονίζει. «Δεν πρόκειται για τη δουλεία αλλά για προβλήματα όπως ο υποσιτισμός των παιδιών ή ο θάνατος ανθρώπων από ασθένειες για τις οποίες η θεραπεία είναι γνωστή».

Η επαναστατική ιδέα του Σεν αφορά την ικανότητα των ανθρώπων να επιλέγουν τον τρόπο με τον οποίο θα ζουν καλά. Μια καλή ιδέα της δικαιοσύνης είναι η βελτίωση αυτής της ικανότητας. «Πάρτε ως παράδειγμα τις στερημένες γυναίκες σε μια πολύ άνιση κοινωνία. Έχουν λιγότερα δικαιώματα να πάνε στο σχολείο και λιγότερο ενδιαφέρον να ζουν καλά. Μια από τις πρώτες μελέτες μου είχε σχέση με το Νοσοκομείο της Βομβάης, οι στατιστικές του οποίου έδειχναν ότι τα κορίτσια ήταν πολύ πιο άρρωστα από τα αγόρια επειδή μεταφέρονταν στο νοσοκομείο μόνο όταν ήταν πιο άρρωστα από τα αγόρια και αυτό επειδή το ενδιαφέρον για την υγεία των αγοριών ήταν μεγαλύτερο. Το ερώτημα λοιπόν είναι: “Τι μπορούν να κάνουν οι γυναίκες και πόσο διαφορετική είναι η πρόσβασή τους στην τροφή και την εκπαίδευση από εκείνη των ανδρών;”».