«Τα παράξενα που δεν ξεχνάμε». Ή, διαφορετικά, «πού πάνε και φωλιάζουν τα παράξενα που δεν θέλουμε να ξεχάσουμε».

Είναι γεγονός ότι οι συγγραφείς έχουν «αδυναμίες». Για παράδειγμα –γεγονός που συμβαίνει παγκόσμια –να διαβάζεις ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα και να παρεμβάλλονται πολλές σελίδες δοκιμιογραφικού χαρακτήρα. Αλλοτε θαυμάσια ενταγμένες στην αφήγηση και άλλοτε να χαλαρώνουν τον ρυθμό της ώστε να μη θέλεις να συνεχίσεις το διάβασμα.

Συμπλέκονται τα συνήθως σύντομα πεζά του Κωστή Γκιμοσούλη στο τελευταίο του βιβλίο «Τα παράξενα που δεν ξεχνάμε» με τα σύντομα επίσης ποιήματα που τα συνοδεύουν; Αν και θα μπορούσε να διαβαστούν σαν δύο χωριστά βιβλία –ένα πεζογραφικό και ένα ποιητικό –τελικά αισθάνεσαι τη μείξη τους μάλλον ευεργετική. Χωρίς να δημιουργεί έναν καινούριο τρόπο γραφής ή να λειτουργεί αποκαλυπτικά, αλλά παραμένοντας μια μάλλον ξεκάθαρη παραξενιά του δημιουργού τους, τελικά είναι τόση η αισθηματική και πνευματική αύρα που ξεσηκώνεται με αυτή την παράδοξη μείξη ώστε την παρακολουθείς σαν ένα αίνιγμα ή σαν ένα σταυρόλεξο. Ενώ σε βασανίζει, δηλαδή, ταυτόχρονα σε γοητεύει τόσο ώστε δεν μπορείς να το εγκαταλείψεις. Σε βαθμό που η κάθε επόμενη σελίδα πάλι με ένα και ένα ποίημα να το ακολουθεί να λειτουργεί σαν η λύση του αινίγματος ή του σταυρολέξου, παρότι σε ένα έντυπο που σέβεται τον εαυτό του δεν θα διαβάσει κανείς τη λύση τους παρά αφού θα έχει περάσει ένα εικοσιτετράωρο.

Κοφτές ανάσες

Οσο και αν οι στίχοι «Δισεκατομμύρια άνθρωποι/ μα όλοι μαζί μιλάνε / και δεν ακούγεται κανείς», από την ποιητική ενότητα «Κοφτές ανάσες» διατηρούν μια βαθιά συγγένεια με το έξοχο πεζό «Αριθμομνήμων» που προηγείται, καθώς οι αριθμοί από λογιστικής τάξεως στοιχείο μεταβάλλονται σε κατηγορία ηθικής σημασίας, δεν παρατηρείται πάντα μια τόσο ευφρόσυνη συγγένεια. Ακόμη και σε πεζά που μια παράδοξη ακαταδεξιά κάνει τον Γκιμοσούλη να τα κρατάει μέσα στα όρια του ενσταντανέ, ενώ προσφέρουν πλούσιο αφηγηματικό υλικό, τα ποιήματα που τα ακολουθούν μένουν μετέωρα, αν και τα ίδια ολοκληρώνουν πολύ περισσότερο σε σχέση με τα πεζά μια εικόνα ή ένα νόημα. Οπως με το έξοχο πεζό «Πίπης» (συνταξιούχος αξιωματικός της χωροφυλακής, ψηλός, ευθυτενής και κοκέτης) με τους στίχους που ακολουθούν, «Για λίγο κοντοστέκεσαι / μπροστά στην ανοιχτή θάλασσα / χωρίς σκέψεις / εικόνες μόνο».

Αν ο Γκιμοσούλης με το συγκεκριμένο βιβλίο του θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι ισοδύναμο με τον Ζαν Κοκτό, που δεν περιοριζόταν σε μια μείξη των λογοτεχνικών ειδών, αλλά γινόταν ταυτόχρονα και ο εικονογράφος τους (δεκαπέντε σχέδια του ίδιου του συγγραφέα τους περιλαμβάνουν τα «Παράξενα που δεν ξεχνάμε»), οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν είναι αντίστοιχη η γλύκα που αποπνέει ο γάλλος ακαδημαϊκός σε σχέση με τον έλληνα συνάδελφό του. Δεν είναι μόνο γιατί δρόμοι όπως η Σατωβριάνδου, η Δώρου, η Καντακουζηνού, η Πανεπιστημίου, η Καποδιστρίου, η Σολωμού, η Ηρακλέους (η τελευταία άραγε πού να βρίσκεται), ή πλατείες όπως αυτές του Συντάγματος, της Κάνιγγος ή της Ομόνοιας, αντί να συνιστούν μια χαρτογράφηση της Αθήνας, απογειώνονται με όλη τη βουερή καθημερινότητά τους που τις κάνει τόσο εξώκοσμες όσο και πραγματικές. Ενώ κινείσαι καθημερινά μέσα σε αυτές, τελικά τις αναγνωρίζεις ως σημάδια του πιο μύχιου εαυτού σου, έναν εαυτό πολύτιμο που έως λίγο πριν τον αγνοούσες.

Δρόμοι και πλατείες μεταβάλλονται σε μια υπόσχεση για τη μεγάλη συνάντηση, ενώ αισθανόσουν πως δεν έχουν τίποτε πια να σου προσφέρουν. Αν ο Γκιμοσούλης διαπρέπει στην εξεικόνιση των χώρων (μην παραλείψουμε τον πιο ευρηματικό και καίριο χαρακτηρισμό του μετρό που έχουμε διαβάσει: «Το μετρό είναι ο τακτοποιημένος οικογενειακός τάφος»), οι «ήρωές» του τους συναγωνίζονται σε μαγεία όπως διαβάζουμε: «Περπατούσε μέσα στο πλήθος της πλατείας Ομονοίας με μάτια και στόμα να μονολογούν, ένας καθαρός αλήτης. Με γένια θαμπά, ρούχα κουρέλια κι ίσως μέρες άπλυτος. Παρόλη την παραίτηση της εμφάνισής του, αν τον κοίταζες και δεύτερη φορά, μπορούσες να διακρίνεις μια ευγένεια στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα χείλη, η κοντυλένια μύτη, αλλά κυρίως αυτά τα μάτια, μ’ όλο το άλυτο σταυρόλεξό τους που τρόμαζε τους περαστικούς, στρογγυλά, μεγάλα, καστανά».

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε τα ονόματα των ποιητών Μιχάλη Κατσαρού και Τάσου Λειβαδίτη που συναντάμε στο βιβλίο, δυο «μοσχαναθρεμμένους» περιπατητές στο κέντρο της Αθήνας. Αυτό όμως είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της λογοτεχνίας καθώς ποιητές μας όπως ο Νάσος Βαγενάς, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Χάρης Βλαβιανός, ο Θάνος Σταθόπουλος έχουν ως «θέμα» σε ποιήματα και πεζά τους συχνότερα βέβαια πεθαμένους και λιγότερο ζωντανούς δημιουργούς. Με προεξάρχοντα τον πρόσφατο νεκρό Γιάννη Κοντό που δεν έπαυε γράφοντας ή κουβεντιάζοντας να καλεί σε διαρκή σύναξη τη λογοτεχνική ομήγυρη.

Κωστής Γκιμοσούλης

Τα παράξενα που δεν ξεχνάμε

Εκδ. Καστανιώτη, 2014. Σελ. 128

Τιμή: 10,65 ευρώ