Από όποια οπτική και αν επιχειρήσει να διαβάσει κανείς τα ευρήματα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου, σε καμία περίπτωση δεν προκύπτουν χαμογελαστοί Ελληνες. Δεν είναι θέμα προσέγγισης. Είναι πραγματικότητα.

Οι Ελληνες έχουν πάψει να πιστεύουν σε καλύτερες ημέρες, είναι απογοητευμένοι από την οικονομική κατάσταση της χώρας και απαισιόδοξοι για το μέλλον ενώ παρά την γκρίνια για την υπερφορολόγηση και τα αλλεπάλληλα μαχαίρια στις συντάξεις ιεραρχώντας τα προβλήματά τους δίνουν την πρώτη θέση στην ανεργία.

Με αυτές τις επιδόσεις μάλλον δεν είναι τυχαίο πως μόλις ένας στους δέκα έχει την τάση να εμπιστεύεται την κυβέρνηση.

Σε ποσοστό 88% των ερωτηθέντων (σε σύνολο 1.010 συνεντεύξεων), οι Ελληνες δήλωσαν πως έχουν την τάση να μην εμπιστεύονται την κυβέρνηση και σε ποσοστό 86% το Κοινοβούλιο. Η Ευρωπαϊκή Ενωση επίσης δεν βρίσκεται ψηλά σε όρους εμπιστοσύνης. Συγκεντρώνει όμως 22% θετικών ψήφων (76% δηλώνουν πως δεν την εμπιστεύονται), όταν η ελληνική κυβέρνηση μετά βίας συγκεντρώνει 11%.

Το Ευρωβαρόμετρο διενεργήθηκε στο διάστημα 20 έως 29 Μαΐου, περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση επιχειρούσε να κλείσει ύστερα από πολύμηνη καθυστέρηση τη δεύτερη αξιολόγηση. Τα μέτρα των 5 δισ. ευρώ ήταν στο προσκήνιο όπως και τα περιβόητα αντίμετρα των 7 δισ. στα χαρτιά. Η απαισιοδοξία και η έλλειψη εμπιστοσύνης θα πρέπει να αξιολογηθούν μάλλον και υπό το πρίσμα των εξελίξεων εκείνης της περιόδου.

Η αισιοδοξία είναι αλλού. Στην ΕΕ των 28 οι πολίτες αισιοδοξούν. Περισσότεροι από επτά στους δέκα εκτιμούν πως τους επόμενους δώδεκα μήνες η οικονομική κατάσταση στη χώρα τους είτε θα βελτιωθεί (26%) είτε θα παραμείνει αμετάβλητη (47%). Υπάρχουν και δύο στους δέκα βέβαια οι οποίοι προβλέπουν επιδείνωση.

Στην Ελλάδα μόλις επτά στους εκατό βλέπουν καλύτερες ημέρες. Το 62% προβλέπει επιδείνωση και στασιμότητα το 30%. Ενα 7% χαμογελά με αισιοδοξία. Απογοήτευση δείχνουν και οι απαντήσεις αναφορικά με την προοπτική απασχόλησης (61% βλέπουν χειρότερες μέρες) ενώ σχεδόν επτά στους δέκα ( 69%) χαρακτηρίζουν «απολύτως κακή» την οικονομική κατάσταση στο νοικοκυριό τους. Σε επίπεδο εργασίας, μιλώντας προσωπικά, ένας στους δύο ερωτηθέντες (49%) χαρακτήρισε απολύτως κακή την κατάσταση. Για όσους βιαστούν να συμπεράνουν ότι το υπόλοιπο 51% θα δήλωνε ικανοποιημένο, η έρευνα έρχεται να διαψεύσει με τις θετικές απαντήσεις να περιορίζονται σε μόλις 27% και 24% να δηλώνουν «δεν ξέρω».

Αβεβαιότητα. Την ίδια ώρα έκθεση της JP Morgan έρχεται να επιβεβαιώσει την αυξημένη αβεβαιότητα που κυοφορεί το προσεχές δωδεκάμηνο. Τον Αύγουστο του 2018 το τρίτο πρόγραμμα χρηματοδότησης με αντάλλαγμα Μνημόνια ολοκληρώνεται. Το μεγάλο ερωτηματικό είναι εάν θα ακολουθήσει τέταρτο. Η αμερικανική τράπεζα σε χθεσινή της ανάλυση επισημαίνει ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας ανέρχονται σε περίπου 14 δισ. ευρώ το 2019 και επιπλέον 5 δισ. το 2020.

Προκειμένου να επιτύχει μια καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης μέχρι τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές και μπορεί να καλύψει τις περισσότερες από αυτές τις ανάγκες σημειώνει η JP Morgan, καταλήγοντας στο σχεδόν αυτονόητο συμπέρασμα πως «εάν αποτύχει να το κάνει, θα οδηγηθεί σε τέταρτο Μνημόνιο».

Μια «καθαρή έξοδος» πιθανότατα θα οδηγήσει στην απόσυρση του waivers στις αξιολογήσεις της Ελλάδας από τους οίκους, όπως συνέβη και με την Κύπρο καθώς οι επιδόσεις της είναι απίθανο να αναβαθμιστούν άνω του επενδυτικού βαθμού μέχρι τότε. Ετσι, η χωρίς περιορισμούς πρόσβαση στις αγορές και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών μέχρι τότε κρίνονται πολύ σημαντικές. Επίσης, εκτός από τις δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές έως τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα οφείλει να παραμείνει πιστή στις μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προχωρήσουν σε περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Χθες, το ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε μέσω εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας 812,5 εκατ. ευρώ, με την απόδοση να υποχωρεί περαιτέρω στο 2,5% έναντι 2,78% στις αρχές Ιουλίου.