«Ο Τζόνι Χάλιντεϊ έφυγε. Γράφω αυτές τις λέξεις χωρίς να τις πιστεύω. Κι όμως είναι αλήθεια. Ο άνδρας μου δεν υπάρχει πια. Μας άφησε απόψε όπως έζησε όλη του τη ζωή, με θάρρος και αξιοπρέπεια». Λόγια της Λετισιά Χάλιντεϊ, πέμπτης (και τελευταίας) συζύγου του Τζόνι που έφυγε χθες τα ξημερώματα σε ηλικία 74 ετών, χτυπημένος από τον καρκίνο του πνεύμονα. Και εγώ θυμάμαι πως μόλις πριν από πέντε χρόνια τον είδα δει ζωντανά. Μεγάλη Βρετανία, Royal Albert Hall, Οκτώβριος 2012. Ο Χάλιντεϊ βρίσκεται στο Λονδίνο για δύο εμφανίσεις, τις πρώτες σε βρετανικό έδαφος. Ο χώρος κατάμεστος –sold out και οι δύο εμφανίσεις. Ομως μέσα δεν ακούς ούτε μια αγγλική λέξη. Είναι βέβαιο πως οι περισσότεροι έχουν έρθει από τη Γαλλία για να απολαύσουν το είδωλό τους. Που βγαίνει στη σκηνή με τα χαρακτηριστικά κολλητά δερμάτινα παντελόνια του και δίνει ένα εκπληκτικό σόου για δυόμιση ώρες, χωρίς να χάσει νότα. Ενδιαμέσως βέβαια τον έβλεπες να ανάβει και κανένα τσιγαράκι. Πολλές δεκαετίες πριν βέβαια, το ερώτημα «Τζόνι Χάλιντεϊ ή Ελβις Πρίσλεϊ» είχε επανειλημμένα τεθεί στην Ελλάδα, όταν ο «Τζονί», ο κατάξανθος φαβοριτάκιας από τη Γαλλία προβαλλόταν από τα ελληνικά media (το «Ντομινό», το «Ρομάντσο», τη «Φαντασία», αλλά και «ΤΑ ΝΕΑ», την «Ακρόπολιν» και τη «Βραδυνή») ως ο «Πρίσλεϊ της Ευρώπης». Ο ίδιος έδειχνε πάντως να διαχειρίζεται παράξενα αυτή τη φήμη.

Ο ρόκερ. Ο «ροκ» τρόπος ζωής τον έφερε συχνά αντιμέτωπο με τον θάνατο. Βάλτε μέσα ό,τι μπορείτε να φανταστείτε: αλκοόλ, ναρκωτικά, γυναίκες, γρήγορα αμάξια. Ο Χάλιντεϊ ενέδιδε στον υπερθετικό βαθμό. Και παρέμεινε βαθιά αγαπητός, για πενήντα και πλέον συνεχή έτη. Λογικό: όντας εγκαταλελειμμένος από τον πατέρα του και, προφανώς, πάμπτωχος, υπήρξε εξαρχής, ένας λαϊκός καλλιτέχνης και σαφώς ένας πρεσβευτής του rock ‘n’ roll στην Ευρώπη –άλλωστε πολλές επιτυχίες του αποτελούσαν διασκευασμένες εκδοχές πασίγνωστων αμερικάνικων τραγουδιών. Αυτό δεν σημαίνει πως απουσίαζαν οι έντονες εσωτερικές συγκρούσεις: η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας του ήρθε το 1965, η επόμενη δέκα χρόνια μετά. Tον σώζουν την τελευταία στιγμή. Αφήνει τη σύζυγό του (τη φημισμένη, αρμένικης καταγωγής τραγουδίστρια Σιλβί Βαρτάν) και τον νεογέννητο γιο τους στο Παρίσι και ταξιδεύει για Λονδίνο, αναζητώντας καινούργιο ήχο –και ίσως, κάτι παραπάνω. Εκεί πέφτει πάνω σ’ έναν αμερικανό κιθαρίστα που αναζητά μια ευκαιρία. Ο νεαρός λέγεται… Τζίμι Χέντριξ. Που δίνει, παρέα με την μπάντα του, τους Jimmy Hendrix Experience, τις πρώτες του συναυλίες, support του γάλλου ροκ σταρ. Ο Τζόνι θέλει να αγκαζάρει τον Χέντριξ για προσωπικό του κιθαρίστα, αυτός όμως έχει τα δικά του σχέδια, και προτείνει έναν άλλο, άνεργο μουσικό, που επίσης αναζητά μια ευκαιρία. Ετσι, ο Χάλιντεϊ γνωρίζει τον Τζίμι Πέιτζ! Μαζί συνθέτουν και ηχογραφούν ένα single ονόματι «Psychedelic». Η γοητεία που ασκεί στον Χάλιντεϊ αυτός ο νέος, σκληρός, ζωντανός ήχος τον οδηγεί στην ηχογράφηση ενός ολόκληρου άλμπουμ σε αυτό το στυλ. O δίσκος τιτλοφορείται «Rivière… ouvre ton lit», είναι μακράν ο, μέχρι τότε, καλύτερός του, κυκλοφορεί το 1969, σημειώνει τρελές πωλήσεις, και ο Πέιτζ θα ηχογραφήσει βιαστικά κάποια μέρη για ακόμα ένα άλμπουμ («Vie», 1970) για να μαζέψει το μερτικό του και να φορμάρει τους Led Zeppelin.

Ο άνθρωπος. Πίσω από τη λάμψη όμως, οι συνεχείς ζωντανές εμφανίσεις ξεθέωναν τον καλλιτέχνη (εμφανίστηκε και στην Ελλάδα το 1973 –μάλιστα οι δισκογραφικές, χάριν προωθήσεως, είχαν χαρακτηρίσει τον Χρηστάκη «Ελληνα Τζονι Χάλιντεϊ»!). Ο μουσικός λιποθυμούσε στη σκηνή. Και ο άνθρωπος άρχισε να βαριέται τον Τζόνι Χάλιντεϊ και να νοσταλγεί όλο και περισσότερο τον Ζαν-Φιλίπ Σμετ –αυτό είναι και το πραγματικό του όνομα. «Με θυμάμαι να βλέπω τον Φρανκ Σινάτρα να δίνει συναυλίες στα 80 του. Το μοναδικό του ταλέντο βέβαια δεν είχε χαθεί, εγώ όμως έφευγα από τις εμφανίσεις του βαθιά απογοητευμένος». Μη σας φαίνεται βλάσφημη η σύγκριση. Γιατί η ανακοίνωση της (υποτίθεται) τελευταίας τουρνέ του Τζόνι Χάλιντεϊ έκανε τους Γάλλους να στενάξουν, το έτος 2009. Η «Figaro» έγραφε: «Η ανακοίνωση αυτή ξυπνά μέσα μας τέτοια θλίψη και νοσταλγία που μόνο με το συναίσθημα που περιέγραφε ο Μαρσέλ Προυστ στο «Κυνηγώντας Τον Χαμένο Χρόνο» μπορεί να συγκριθεί». Ο Γάλλος Ελβις ονόμασε την περιοδεία «Tour 66» –παραπέμποντας στη φετιχιστική Route 66 αλλά και στην ηλικία του. Στη μέση της, καταλήγει στο νοσοκομείο, στα πρόθυρα του τέλους. Πέφτει σε κώμα και η Γαλλία «παγώνει». Θα επιστρέψει δυναμικά, με τον καλύτερο δίσκο του εδώ και δεκαετίες, το «Jamais Seul» για να κυκλοφορήσει δύο ακόμα άλμπουμ. Σημειώστε πως μετρούσε 18 πλατινένια άλμπουμ, ενώ οι συνολικές πωλήσεις των δίσκων του φτάνουν τα 110 εκατομμύρια παγκοσμίως. Ο Μικ Τζάγκερ έχει λιγότερους.

Ο ηθοποιός. Το «D’ ou viens-tu Johnny?», όπου έπαιζε έναν «οργισμένο» της εποχής δίπλα στην Κατρίν Ντενέβ, σήκωσε επανειλημμένα την πινακίδα «μόνον όρθιοι» στα ελληνικά σινεμά. Ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία (σαρωτική!) είχε η ταινία του Κλοντ Λελούς «Η περιπέτεια είναι περιπέτεια», με τον Χάλιντεϊ πλάι στους Λίνο Βεντούρα και Ζακ Μπρελ. Εχει επίσης συνεργαστεί με τον Κώστα Γαβρά («Υπόθεση Οικογένειας»), τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ («Ντετέκτιβ») και τον Πατρίς Λεκόντ (το αριστουργηματικό «Ο άνθρωπος του τρένου», πλάι στον Ζαν Ροσφόρ που επίσης έφυγε φέτος…). Υπέροχος και στο «Vengeance» του διακεκριμένου ασιάτη σκηνοθέτη Τζόνι Το, που προβλήθηκε στις Κάννες το 2007 και συγκέντρωσε τις καλύτερες των κριτικών. Εμφανίστηκε επίσης και στο σίκουελ του «Ροζ Πάνθηρα» με τον Στιβ Μάρτιν, αλλά και σε αρκετές περιπέτειες, γαλλικής κοπής φυσικά.

Το είδωλο. «Υπάρχει κάτι από τον Τζόνι μέσα σε όλους μας» ανέφερε από την πλευρά της η γαλλική προεδρία, προσθέτοντας ότι «δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ», ειδικά «τις ερμηνείες του». Αυτό το «κάτι από τον Τζόνι» αποτελεί αναφορά σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του, το «Quelque chose de Tennessee», γραμμένο για τον Τενεσί Ουίλιαμς. Ομως, στ’ αλήθεια, η παραπάνω δήλωση ισχύει. Ο Τζόνι Χάλιντεϊ ήταν τα πάντα: σκληρός ρόκερ και τροβαδούρος, αλήτης και αριστοκράτης, καουμπόι και ποπ σταρ. Και ήταν πάντα ο Τζόνι, η ίδια ελαστική φιγούρα με τα διαπεραστικά μπλε μάτια. Μια σχεδόν μυθική φιγούρα που, και μόνο με το πώς περπατούσε επί σκηνής, μπορούσε να σε μαγνητίσει όσο ελάχιστοι performer. Και ο θάνατός του είναι ένα ισχυρό γεγονός για τη Γαλλία ακριβώς επειδή ισχυρή ήταν και η ύπαρξή του. Μια εποχή εντός της οποίας δεν χωρούσαν ημερομηνίες, μήνες και χρόνια. Ενας γάλλος ρόκερ που έδινε τα πάντα κάτω από τα φώτα των προβολέων. Και που αφήνει πίσω του τραγούδια αξέχαστα, όπως το «Que je t’aime», αναμφίβολα ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.