«Χωρίς αγάπη»: Δεν υπάρχουν παιδιά που να μην αγαπούν τους γονείς τους –ακόμη κι αν αυτοί δεν το αξίζουν. Δυστυχώς, το αντίθετο δεν ισχύει. Η ταινία ξεκινά και στο πρώτο πλάνο της βλέπουμε τη λίμνη ενός μικρού δάσους, κοντά στην άκρη της πόλης όπου ζουν τα κεντρικά πρόσωπα του δράματος. Το χιόνι καλύπτει ολοκληρωτικά το τοπίο –και η μουσική υπόκρουση δεν εξαφανίζει το ψύχος (όπως συνέβαινε χαρακτηριστικά στον «Χιονάνθρωπο» του Τόμας Αλφρεντσον), αλλά αντιθέτως το συνοδεύει. Είναι μια «όμορφη» εικόνα, ναι, αλλά εμείς γνωρίζουμε, από την «Επιστροφή» ακόμα (την πρώτη, αξεπέραστη ταινία του σκηνοθέτη), πως το νερό δεν κρύβει καμία ασφάλεια, καμία συμφιλίωση, καμία αγάπη. Στο επίκεντρο, η Ζένια και ο Μπόρις. Ενα ζευγάρι στα πρόθυρα του διαζυγίου. Και οι δυο έχουν ήδη βρει τη δική τους διαφυγή από έναν γάμο όπου τίποτα δε λειτουργεί –ένα άλλο πρόσωπο, μια άλλη αγάπη ή καλύτερα ένα νέο «φορτίο» (κανείς τους δεν δείχνει «ευτυχισμένος» με τον νέο σύντροφό του). Το μόνο που τους ενώνει είναι ο δωδεκάχρονος γιος τους, Αλιόσα –κι αυτός όμως καταντά φορτίο για τους ίδιους, που αποφασίζουν να τον ξεφορτωθούν σε ένα ορφανοτροφείο. Αυτή η στιγμή δεν έρχεται ποτέ: το αγόρι φεύγει από το σπίτι. Αλλά ακόμα και τότε δείχνουν ανίκανοι να κατανοήσουν και να συγχωρέσουν ο ένας τον άλλο. Ο δε πατέρας δείχνει να ανησυχεί περισσότερο για το πώς το αφεντικό του, ένας ορθόδοξος φονταμενταλιστής, θα αντιδράσει ακούγοντας τα «νέα» για το διαζύγιό του.

Από αυτό το τελευταίο αντιλαμβάνεστε θαρρώ πως το «Χωρίς αγάπη» δεν είναι μια ταινία για ένα δυσλειτουργικό ζευγάρι, αλλά για μια μεγάλη μητέρα, τη Ρωσία, που δεν αγαπά τα παιδιά της. Σίγουρα όχι όσο την αγάπησαν αυτά. Κι αν υπάρχουν εδώ κάποιες μικρές φωτεινές λάμψεις, αυτές ξεπηδούν μέσα από την ευγένεια και το ανθρώπινο ενδιαφέρον των εθελοντών που αναζητούν το μικρό παιδί. Η πικρία όμως είναι πανταχού παρούσα. Οι τηλεοράσεις παίζουν ασταμάτητα, όπως και τα ραδιόφωνα. Ολοι τα παρακολουθούν με αδιαφορία. Ο,τι γεννιέται χωρίς αγάπη ζει χωρίς αγάπη. Μπορεί οι ήρωες να υποφέρουν, μπορεί να κλαίνε, αλλά, από γενιά σε γενιά, θα μεγαλώνουν οικογένειες καταδικασμένες. Ακόμα και το σεξ εδώ δείχνει μηχανιστικό, παγωμένο. Και ο Αντρέι Ζβγιάγκιντσεφ ανασυνθέτει με μοναδική σκηνοθετική μαεστρία ένα συναρπαστικό μοιρολόι για τη Ρωσία σήμερα, έντονο και βραδυφλεγές, λυρικό και υπόκωφα απεγνωσμένο. Α, κάτι τελευταίο: προετοιμαστείτε για μια συγκεκριμένη σεκάνς που έρχεται στο πρώτο εικοσάλεπτο και φιλμογραφεί, με την πιο απλή κίνηση, μια συνταρακτική αποκάλυψη για έναν εκ των ηρώων του: Σας ορκίζομαι πως αυτή την εικόνα δε θα την ξεχάσετε ποτέ.

Βαθμοί: 9

«μητέρα!»: Εκείνος είναι ποιητής (Χαβιέρ Μπαρδέμ), εκείνη είναι νοικοκυρά (Τζένιφερ Λόρενς). Δεν μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματά τους, ούτε την τοποθεσία του σπιτιού τους, που μοιάζει κάπου στο πουθενά. Εκείνος αναζητά τη χαμένη του έμπνευση, εκείνη δίνει όλη την ενέργειά της στο σπίτι. Είναι η δημιουργός, η πηγή της ζωής. Μια και το ανέφερα αυτό, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: Το «mother!» δεν είναι μια ταινία πάνω στην πατριαρχία και την πάλη των δυο φύλων όπως υποστηρίζουν πολλοί (ανάμεσά τους και η πρωταγωνίστρια Τζένιφερ Λόρενς –όχι τυχαία ο ερμηνευτικός αδύναμος κρίκος του φιλμ). Και αυτό γιατί είναι στημένη, από την πρώτη ώς την τελευταία της σκηνή σαν μια ξεκάθαρη βιβλική παραβολή: Ως γνωστόν, η ματιά της Βίβλου απέναντι στο γυναικείο φύλο υπήρξε μάλλον περιφρονητική! Α, με συγχωρείτε, αφαιρέθηκα λίγο. Επιστρέφω στο φιλμ: Ξαφνικά, που λέτε, φτάνει στο σπίτι ένας απρόσκλητος επισκέπτης. Θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Το σπίτι θα γεμίσει, και αυτό που ονομάζουμε «συμβατική πλοκή» θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Στ’ αλήθεια, η ταινία μοιάζει με το παραλήρημα ενός καλλιτέχνη που οφείλει να καταγράψει το όραμά του σε σελιλόιντ για τη σωτηρία της ψυχής του. Θα μου πείτε, καλό είναι τώρα αυτό; Εξαρτάται. Αν είσαι ιδιοφυα, μπορεί όντως να έχεις κάτι να πεις.

Και η νέα ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι (που είναι παραδομένος στον «ναρκισσισμό» του ποιητή ήρωά του και αυτό αποτελεί αναμφίβολα κομμάτι του δράματος) είναι η πιο παράξενη ταινία που διανεμήθηκε τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια από ένα μεγάλο στούντιο –και με τέτοια προώθηση. Πόσο παράξενο, για μια ταινία που δανείζεται την «υστερία» του Αντρέι Ζουλάφσκι και τη θρασύτητα του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι, στοιχεία που ο Αρονόφσκι μεταχειρίζεται με επιδεξιότητα (είναι ικανότατος σκηνοθέτης), ενώ ταυτόχρονα δεν χάνει ίχνος της δικής του προσωπικότητας (έχω την αίσθηση πως ο Ζουλάφσκι, αν ζούσε, ενδεχομένως και να μισούσε το φιλμ). Τίποτα επίσης δεν σας προετοιμάζει για τη κατάβαση στη κόλαση του τελευταίου μέρους, εκεί δηλαδή που ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει πως, στην πραγματικότητα, όλη αυτή η αλληγορία πάνω στον αργό θάνατο της μάνας φύσης αποτελεί, πάνω απ’ όλα, μια κατάμαυρη κωμωδία, στημένη, είναι η αλήθεια, δίχως την παραμικρή αίσθηση ταπεινοφροσύνης. Υπάρχει όμως αυτή η τελευταία σκηνή που, μαγικά, έρχεται να ενώσει ό,τι έχει προηγηθεί, με τη χάρη ενός σπουδαίου αφηγητή. Εν ολίγοις, δεν θέλω να σας πάρω και στο λαιμό μου. Το «μητέρα!» είναι ένα φιλμ που κάποιοι θα μισήσουν και κάποιοι θα λατρέψουν. Λίγοι όμως θα πάψουν να μιλούν γι’ αυτό. Και, πιστέψτε με, υπάρχει λόγος.

Βαθμοί: 9

«Οντως φιλιούνται;»: Δεν γνωρίζω καλά τι ακριβώς θα πει «νεανική ταινία» (είναι πάντα ένα ζήτημα αυτού του είδους οι ορισμοί), μπορώ όμως να αναγνωρίσω μια ρεαλιστική ταινία. Και, όπως συνέβη πριν από λίγο καιρό, με το «Αφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου, έτσι και εδώ έχουμε μια ταινία όπου οι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης γενιάς μιλούν όπως τους ακούμε να μιλούν και στους δρόμους, στις παρέες, αναγνωρίσιμα δηλαδή. Το θέμα αφορά μια επίσκεψη –αυτή του Αχιλλέα στο σπίτι του Ντάνυ και της Στέλλας. Μια συζήτηση προκύπτει, που ξεκινά από το τι σημαίνει να υπάρχεις στη σύγχρονη πραγματικότητα και παράλληλα μας παραπέμπει στο χρονικό της σχέσης του ζευγαριού από την αρχή μέχρι σήμερα. Ξεκινώντας από το σινεμά του Ερίκ Ρομέρ (αδύνατο να παραγνωρίσει κανείς την επιρροή του) αλλά κρατώντας ταυτόχρονα και το χρώμα αλλά και το γκρίζο της εποχής του, το «Οντως φιλιούνται;» κουβαλά όλα τα γνωρίσματα ενός κινηματογράφου που είναι πότε χιουμοριστικός, πότε μελαγχολικός, αλλά πρωτίστως ειλικρινής. Εστω και άγουρα –αυτό όμως δεν είναι και το ζητούμενο;

Βαθμοί: 6

Προβάλλονται επίσης: Το φιλμ «Ριψοκίνδυνοι άνδρες» αποτελεί την αληθινή ιστορία των ηρώων του Granite Mountain, μιας ομάδας τοπικών πυροσβεστών που κατάφεραν να μετατραπούν στο πιο επίλεκτο πυροσβεστικό τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Και προφανώς, για να στηθεί μια ταινία πάνω στην ιστορία τους, υπάρχει και ένα τραγικό τέλος πίσω απ’ αυτή. Δυστυχώς, καμία συγκίνηση δεν έφτασε προς το μέρος μας. Αντιθέτως, βαρεθήκαμε. (Βαθµοί: 3). Στο ντοκιμαντέρ «Μνήμες» μάς περιμένει ένα πλούσιο ιστορικό υλικό αρχείου από τα γεγονότα του 1936 και τη δικτατορία του Μεταξά μέχρι το 1952, τις μετεμφυλιακές διώξεις και τη Μακρόνησο, στημένο από τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας Νίκο Καβουκίδη, ενώ στην «Τελευταία πινελιά» (που είδαμε στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου) μας περιμένει μια άλλη ιστορία, αυτή της συγκινητικής και ιδιότυπης φιλίας μεταξύ του αμερικανού συγγραφέα και θιασώτη της τέχνης Τζέιμς Λορντ και του παγκοσμίου φήμης ζωγράφου και γλύπτη Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Πρωταγωνιστεί ένας υπέροχος Τζέφρι Ρας, ενώ ο Στάνλεϊ Τούτσι σκηνοθετεί με χαρακτηριστική κομψότητα (Βαθµοί: 6).

Κυκλοφορεί επίσης η κοινωνική κομεντί «Χειρότερα δεν γίνεται», με τον Μπεν Στίλερ να αναπολεί τα όνειρα μιας χαμένης ζωής, δίχως να αντιλαμβάνεται την ομορφιά της δικής του, ανώ δεν προγραμματίστηκε δημοσιογραφική προβολή για τον «Παγκόσμιο κίνδυνο», φιλμ καταστροφής, με τον Τζέραρντ Μπάτλερ να προσπαθεί για άλλη μια φορά να σώσει τον πλανήτη.