Οι ιοί της γρίπης είναι ο A, ο B και ο C. Εκείνος που μας απασχολεί ιδιαιτέρως

είναι ο A, διότι μεταλλάσσεται εύκολα και δημιουργεί νέα στελέχη, τα οποία

είναι ικανά να προκαλέσουν νόσο ακόμα και σε όσους έχουν ανοσοποιηθεί έναντι

των προηγούμενων στελεχών. Γι’ αυτό τον λόγο, το εμβόλιο τροποποιείται κάθε

χρόνο, σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Όταν

το εμβόλιο γίνεται για πρώτη φορά σε παιδιά ηλικίας έως 9 ετών, χορηγείται σε

δύο δόσεις. Για παιδιά από 6 μηνών έως 3 ετών, η δόση ανέρχεται στο ένα

τέταρτο του εμβολίου, ενώ για παιδιά από 3 έως 9 ετών, η δόση είναι το μισό

εμβόλιο. Οι δύο δόσεις πρέπει να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον τέσσερις

εβδομάδες. Όταν το εμβόλιο γίνει για δεύτερη ή επόμενη φορά, θα γίνει μία

δόση, που επίσης θα είναι κατά περίπτωση μειωμένη. Στα παιδιά ηλικίας άνω των

6 μηνών, το εμβόλιο παρέχει ανοσία σε ποσοστό 60%-80% – για τα μικρότερα, η

πιθανή προστασία δεν έχει διευκρινισθεί. Το εμβόλιο γίνεται κατά προτίμηση

τους φθινοπωρινούς μήνες και συνιστάται σε παιδιά που έχουν: χρόνιο

αναπνευστικό πρόβλημα (άσθμα, ινοκυστική νόσο, βρογχοπνευμονική δυσπλασία ή

τραχειοστομία), σοβαρή καρδιαγγειακή νόσο, χρονία νεφρική νόσο, χρονία

μεταβολική ασθένεια (λ.χ. διαβήτη) ή αιμοσφαιρινοπάθεια. Δίνεται επίσης σε

περιπτώσεις ανοσοκαταστολής, αλλά όταν τα παιδιά παίρνουν ανοσοκατασταλτικά

φάρμακα, ο εμβολιασμός πρέπει να γίνει 3 έως 4 εβδομάδες μετά το τέλος της

θεραπείας. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες διακρίνονται στις συστηματικές και τις

τοπικές. Συστηματικές αποκαλούνται αυτές που προκαλούν πυρετό, κακοκεφιά και

μυαλγία, εμφανίζονται λίγες ώρες μετά τον εμβολιασμό και διαρκούν 1 έως 2

ημέρες. Οι τοπικές προκαλούν ερεθισμό, που περιλαμβάνει πόνο και ερυθρότητα

της περιοχής.

H Πόπη Αναστασέα – Βλάχου είναι επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής του

Πανεπιστημίου Αθηνών