Το χρώμα στην αρχιτεκτονική διαφοροποιεί, ενοποιεί, ξεχωρίζει, συναιρεί,

αναδεικνύει τις μορφές. Για να γίνει αντιληπτό απαιτεί απόσταση, χρονική και

χωρική. Το χρώμα είναι το όριο που συνοψίζει ό,τι κρύβεται πίσω απ’ αυτό,

είναι το πέρας, η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλον, από το οικοδόμημα

στο κενό.

Τα μάτια μας ­ «υπολογιστές του κόσμου» ­ δεν είναι μόνον απλοί δέκτες

του φωτός, τους ανήκει το δώρο της όρασης, το χρώμα δοξάζει το αίνιγμα του

ορατού, κατά τον Merleau – Ponty: «ορώ σημαίνει είμαι σε απόσταση».

Η απουσία αλλά και ο πλεονασμός χρώματος, υποβαθμίζει την όρασή μας. Έτσι

κατακλύζουν την πόλη χώροι αχανείς, ουδέτεροι, ανοίκειοι, στους οποίους

κυριαρχεί συνήθως το λευκό.

Το ύφος στην αρχιτεκτονική προκύπτει και από τις δυσκολίες της επεξεργασίας,

από την αντίσταση και την εξημέρωση της ύλης, από ταιριάσματα και αντιθέσεις.

Ο Le Corbusier συμπεραίνει:

«Η πρακτική μου έδειξε πως για να λάμψει η χαρά του άσπρου, θα πρέπει να

περιβάλλεται από τη δυναμική βοή των χρωμάτων».

Θυμάμαι ακόμα τα σχόλια του Ν. Εγγονόπουλου για το άσπρο, χρώμα καθοριστικό

της σύνθεσης.

Η άμεση, η ομοούσια σχέση σώμα – κτίσμα – χρώμα, εγγράφεται στην ποίησή του,

στον Μπολιβάρ:

Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις / συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων.

Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό / γαλάζιο, για να φαντάζης σα /

ρημοκκλήσι σε περιγιάλι / της Αττικής.

Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των / Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη / της

Μακεδονίας ερημική…

Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα / μυστικά του.

Έτσ’ η ζωή.

Κι έρχεται ο ήλιος, και της / προκυμαίας τα σπίτια, με τις / νησιώτικες

καμάρες. Βαμμένα ροζ και πράσινα, / μ’ άσπρα πρεβάζια / (η Νάξο, η Χίος)

Πώς ζουν!

Πώς / λάμπουνε σα / διάφανες νεράιδες!..

Η μαγεία του χρώματος προϋποθέτει δύο εγχειρήματα κατά τον Alain: πρώτα να

κατακτήσεις τα φαινόμενα και έπειτα να τα καρφώσεις με το χρώμα.

Το χρώμα σαν όριο που συνοψίζει το περιεχόμενο, εισχωρεί στο είναι των

πραγμάτων και τα προσδιορίζει.

Δεν πρόκειται για επιφανειακή διακόσμηση, αλλά για οργανική ενσωμάτωση στο

μικρό σύμπαν, στον κόσμο του οικοδομήματος.

Ο αρχιτέκτονας Theo Van Doesburg διατυπώνοντας τις αρχές του κινήματος de

Stijl διαπίστωνε ότι μόνο με την οργανική χρήση του χρώματος οι σχέσεις του

χώρου και του χρόνου γίνονται ορατές.

Τα περίτεχνα κτίρια της Ατλαντίδας στον Κριτία του Πλάτωνα, κτίζονται με

λίθους, άσπρους, μαύρους και κόκκινους, υλικά με βάρος, επιφάνεια, βάθος, υφή,

χρώμα, ιστορία, ποιητικό δυναμικό.

Ο Όμηρος, με ακρίβεια κατασκευαστή περιγράφει το υψερεφές δώμα, το λαμπρό

ψηλοτάβανο παλάτι του Αλκίνοου, συνδέοντας το χρώμα με τις αναλογίες και τα

υλικά: χαλκός, αργυρός, μάλαμα και διάζωμα από σμάλτο.

Ο Ruskin συγκινείται από το διάχυτο χρυσάφι της κόκκινης καρδιάς του ήλιου

που χάνεται πίσω από τους βράχους των Δελφών, αλλά και από το λεπτό,

ποικίλο, απαράμιλλο χρώμα του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, τις ανταύγειες του

γυαλιού, την παράξενη διαφάνεια του αλάβαστρου, τη στιλπνότητα του μαρμάρου.

Στην επίπεδη εποχή της εικονικής πραγματικότητας, η αναγνώριση της

σωματικότητας της ύλης, αποτελεί πρόκληση για τον επαναπροσδιορισμό της

αμφίδρομης σχέσης: σώμα – χρώμα και για την προσδοκία ενός πραγματικού

«κόσμου», όπου η καθημερινότητα θα επιτρέπει στην όρασή μας να λειτουργεί. Τα

οικοδομήματα θα μας κοιτάζουν τότε, με το διπλό νόημα του ρήματος κοιτάζω: ορώ

και μεριμνώ, κι εμείς δεν θα τα προσπερνάμε αδιάφοροι… Στη δική μας

Ατλαντίδα, που κτίζεται με όνειρα μονάχα, το βλέμμα των χρωμάτων είναι μια παρηγοριά.

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.