Στις μεθαυριανές ανακοινώσεις για τον πληθωρισμό των ΗΠΑ τον Ιανουάριο έχουν πλέον στραμμένο το βλέμμα τους οι παγκόσμιες αγορές.

Αν η δημοσιοποίηση των στοιχείων, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, δείξει νέες πληθωριστικές τάσεις, αυτό θα αποτελέσει ενδεχομένως αφορμή για νέα νευρικότητα στα χρηματιστήρια, καθώς θα ενισχύσει τις εκτιμήσεις ότι η Fed πρόκειται να αυξήσει νωρίτερα του αναμενομένου τα επιτόκια δανεισμού της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος δανεισμού των εταιρειών, την ιδιωτική κατανάλωση και εν τέλει την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας.

Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό θα αποτελέσουν τροφή για το debate που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μία εβδομάδα και στο οποίο συγκρούονται δύο διαφορετικές απόψεις, όπως γράφουν χαρακτηριστικά οι «Financial Times».

Η πρώτη θεωρεί ότι η μεγάλη πτώση των μετοχών δεν ήταν παρά μία από τις αναμενόμενες διορθώσεις που συμβαίνουν πάντα στα χρηματιστήρια έπειτα από παρατεταμένες μεγάλες ανόδους, που δεν αφήνουν έντονα σημάδια στην οικονομία. Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται η χθεσινή δήλωση της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ Κριστίν Λανγκάρντ ότι «οι απότομες διακυμάνσεις στις αγορές τις τελευταίες ημέρες δεν είναι ανησυχητικές, καθώς η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη είναι ισχυρή και η διαθέσιμη χρηματοδότηση είναι επαρκής».

Η δεύτερη άποψη, την οποία ενστερνίζονται λιγότεροι απ’ ό,τι την πρώτη, θεωρεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη παρατεταμένη βουτιά στις αγορές, όπως αυτή του 2008-2009, όταν η Γουόλ Στριτ είχε υποχωρήσει κατά περίπου 60%. Αλλά ακόμη και όσοι βλέπουν μόνο αγοραστικές ευκαιρίες στις αναταράξεις των αγορών αναγνωρίζουν, όπως σημειώνουν οι «Financial Times», ότι θα πάρει χρόνο μέχρις ότου επουλωθεί η πληγή στην επενδυτική ψυχολογία από τη βουτιά του δείκτη S&P 500 κατά περισσότερο από 10% συγκριτικά με τα υψηλά του Ιανουαρίου. Το έδειξε το γεγονός ότι σε μια αντίστοιχη διόρθωση του S&P στις αρχές του 2016 χρειάστηκαν μερικοί μήνες μέχρι αυτός να σκαρφαλώσει στα ίδια επίπεδα.

Το 2018 όμως δεν είναι 2016. Σε αντιδιαστολή με ό,τι συνέβαινε προς διετίας, οι κεντρικές τράπεζες αλλάζουν τακτική, το τέλος εποχής για το φθηνό χρήμα βρίσκεται πολύ κοντά και βρισκόμαστε πάνω στην αλλαγή του οικονομικού κύκλου, όπως δείχνει και η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ.

Και το ερώτημα είναι πόσο ακόμη πρέπει να αυξηθούν οι αποδόσεις των ομολόγων για να προστεθούν νέες πιέσεις στις τιμές των μετοχών. Διότι όσο αυξάνεται η απόδοση των ομολόγων τόσο περιορίζεται η ελκυστικότητα των μετοχών. Την περασμένη εβδομάδα ο δείκτης S&P 500 έχασε πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια μόλις μέσα σε τρεις ημέρες, ενώ πολλά δισεκατομμύρια δολάρια αναζήτησαν καταφύγιο αλλού.

Στην πραγματικότητα, ουδείς μπορεί να προβλέψει πώς θα αντιδράσουν οι αγορές σε αυτή την αλλαγή σκηνικού και τη μετάβαση σε ακριβότερο χρήμα. Ούτε τι θα συμβεί αν η κατάσταση αυτή που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες, τροφοδοτώντας τα τελευταία χρόνια με άφθονο «δωρεάν» χρήμα την παγκόσμια αγορά για να αντιμετωπίσουν την κρίση του 2008, δεν ξεφουσκώσει ομαλά.

Τη σωστή απάντηση στο ερώτημα θα τη δώσει μόνο όποιος καταφέρει να διαχωρίσει τα βαθύτερα αίτια της αναταραχής στις αγορές από γεγονότα που συχνά λειτουργούν ως αφορμές, όπως για παράδειγμα τα στοιχεία για την πορεία των μισθών στις ΗΠΑ και του πληθωρισμού.