Ιστορικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά και κυρίως λογοτεχνικά προσεγγίστηκαν στα 75 χρόνια που πέρασαν τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του ΄36 στη Θεσσαλονίκη. Και συνεχώς αποκαλύπτονται νέα στοιχεία για τους φόνους διαδηλωτών που οδήγησαν σε μια δικτατορία και σε ένα αγαπημένο ποιητικό- τραγουδιστικό έργο, τον «Επιτάφιο».


Ο Μάιος είναι «βαρύς» μήνας σε γεγονότα και μνήμες για τη Θεσσαλονίκη: Μάης του ΄36 (8-10 του μήνα, η δολοφονική μανία της χωροφυλακής εναντίον των απεργών καπνεργατών), Μάης του ΄63 (23 Μαΐου, η δολοφονία Λαμπράκη από το παρακράτος) και σειρά άλλων αιματηρών γεγονότων στιγμάτισαν το σώμα της πόλης κι έγιναν «μοιραία» αρχή για τις δικτατορίες που ακολούθησαν: του Μεταξά τον Αύγουστο του 1936 και των συνταγματαρχών το 1967.

Σήμερα, 75 χρόνια μετά τις «μοιραίες» για την πολιτική εξέλιξη δολοφονίες 11 εργατών- διαδηλωτών, εκπρόσωποι των εργατικών σωματείων θα καταθέσουν, εθιμικά πλέον, στεφάνια στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, όπου βρίσκεται (από την πρωτομαγιά του 1997) το μνημείο στο σημείο ακριβώς όπου σκοτώθηκε από πυρά της αστυνομίας ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης- ο πρώτος νεκρός του ΄36.

Η Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν μια μεγάλη βιομηχανική πόλη. Από την απελευθέρωσή της το 1912 μέχρι και το 1936 είχαν ιδρυθεί 270 εργατικά σωματεία, που διεκδίκησαν κυρίως την καθιέρωση 8ώρου εργασίας. Το περίγραμμα αυτών των γεγονότων σκιαγραφεί στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργος Αναστασιάδης στο «Παλίμψηστο του αίματος…». Κι όπως γράφει, ανάμεσα στα σωματεία, ένα, το ισχυρότερο, έπαιξε αρνητικό ρόλο: η Εθνική Ενωσις «Ελλάς» (ΕΕΕ), που ήταν και αντισημιτική.

«Τα “Τρία Εψιλον”, όπως λεγόταν, εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1927 με στόχο την “άμυνα του Εθνους” απέναντι στον κομμουνισμό και σε όλα εκείνα τα αλλότρια ρεύματα στα οποία χρέωναν την ευθύνη για την οικονομική και την ηθική κρίση. Οι “τριεψιλίτες”, όπως αυτοαποκαλούνταν τα μέλη της, είχαν υιοθετήσει ως έμβλημα τον δικέφαλο αετό, οραματίζονταν την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πίστευαν στην ανωτερότητα της ελληνικής φυλής».

Το 1928 οι καπνεργάτες έφταναν στους 48.000 (το 11,3% της εργατικής τάξης). Επειτα όμως από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1932 οι αμοιβές που κυμαίνονταν μεταξύ 135-150 δρχ. (ημερομίσθιο) έπεσαν στις 75, ενώ πολλοί αναγκάζονταν να δουλεύουν «δωρεάν» – μόνο για τα ένσημα τους…

Τέλη Απριλίου του 1936 πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη το πρώτο καπνεργατικό συνέδριο που αποφασίζει για τις 29 του μήνα απεργία, με βασικό αίτημα την αύξηση των ημερομισθίων. Ακολουθούν μέρες έντασης. Στις 6 Μαΐου «τριεψιλίτες» πυροβολούν εναντίον απεργών τσαγκαράδων στην Πλατεία Βλάλη, ενώ η έφιππη αστυνομία συγκρούεται με ομάδες απεργών. Στις 8 Μαΐου η πόλη μετατρέπεται σε πεδίο μάχης με 70 τραυματίες απεργούς. Και στις 9, όταν πια στην απεργία μετέχουν οι εφημερίδες, οι φούρνοι, οι υπάλληλοι στον ηλεκτρισμό, τις συγκοινωνίες- όπως αναφέρει ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Λιάκος σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ με τίτλο «Μάης του ΄36», σε σκηνοθεσία Φώτου Λαμπρινού- στις 10.30 το πρωί πέφτει νεκρός στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας ο Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.

Ο θρήνος της μάνας του πάνω από τη σορό καταγράφεται φωτογραφικά, δημοσιεύεται και χάρη στους στίχους του Γιάννη Ρίτσου γίνεται «αιώνιο» σύμβολο των εργατικών αγώνων. Οι συγκρούσεις συνολικά διαρκούν τέσσερις ώρες. Απολογισμός: 12 νεκροί, 32 βαριά και 250 ελαφρά τραυματίες, όλοι πολίτες. Το βράδυ, με διαταγή του στρατού απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις και κλείνονται στα αστυνομικά τμήματα όλοι οι χωροφύλακες.

«Το σπίτι μας ήταν πάνω ακριβώς στην Πλατεία Δικαστηρίων, ιδανικό θεωρείο, φάτσα στο μεγάλο παλκοσένικο της πλατείας όπου πραγματικοί αστυνόμοι και πραγματικοί πολίτες δίνανε πραγματικές μάχες τις μέρες εκείνες του Μάη του ΄36» θυμόταν ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. «Από τα παράθυρα του σπιτιού μας είδα τραυματίες και νεκρούς, άκουσα μανάδες και παιδιά να κλαίνε, άκουσα λόγους, κατάρες ζητωκραυγές…». Την Κυριακή 10 Μαΐου γίνεται η κηδεία των νεκρών διαδηλωτών. Πάνω από 150.000 άτομα δίνουν το «παρών». Η χωροφυλακή εξακολουθεί να βρίσκεται στα τμήματα… Ακολουθεί πορεία. Περνάει από το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Εθνικής Αμύνης. Οι διαδηλωτές λιθοβολούν την πρόσοψη. «Το αγωνιώδες τριήμερον της πόλεώς μας. Τα ακατονόμαστα αίσχη των χωροφυλάκων μετέτρεψαν την ήσυχον Θεσσαλονίκην εις μιαν επαναστατημένην Βαρκελώνην» γράφει στο φύλλο τής 12ης Μαΐου 1936 η εφημερίδα «Μακεδονία». Γίνεται συγκέντρωση στην Πλατεία Ελευθερίας και στις 20.30 ο στρατός ανακοινώνει ότι μετά τις 22.00 απαγορεύεται η κυκλοφορία. Εχουν φτάσει ήδη 4 αντιτορπιλικά, μία ίλη ιππικού, και δύο τάγματα από τη Λάρισα. Παρά ταύτα συγκροτείται διαδήλωση 40.000 ατόμων. Πηγαίνουν στο λιμάνι, μπαίνουν σε βάρκες και επιχειρούν να προσεγγίσουν τα πλοία του στρατού, να μιλήσουν με τους ναύτες. «Στις 9 Μαΐου, την ίδια μέρα που ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτορας Εμμανουήλ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, δραματικά γεγονότα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη, που έδειχναν πόσο δυσαρεστημένες ήταν οι εργαζόμενες τάξεις της και πόσο βαθιά ήταν η κρίση την οποία αντιμετώπιζε η χώρα. Η αντίδραση του πρωθυπουργού Μεταξά ήταν ανυποχώρητη, ανάγκασε τους σιδηροδρομικούς και τους οδηγούς των τραμ να δουλέψουν με πολιτική επιστράτευση και έδωσε στην αστυνομία ελευθερία δράσης…», περιγράφει ο ελληνιστής Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη- Πόλη των φαντασμάτων» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Ο αμερικανός πρέσβης Λίνκολν Μακβί, που βρισκόταν στην πόλη καθ΄ όλη τη διάρκεια των γεγονότων, πίστευε πως η βαθύτερη αιτία τους ήταν σαφέστατα η αδιαφορία της κυβέρνησης για τις εργασιακές συνθήκες στη Βόρεια Ελλάδα και για τις εκεί οικονομικές κακουχίες γενικότερα. «Η περιοχή στο σύνολό της νιώθει πως βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση», έγραφε. «Θα βγάλει άραγε η ελληνική κυβέρνηση τα αναγκαία διδάγματα ή μήπως η Θεσσαλονίκη μέλλει να γίνει μια ακόμα Βαρκελώνη και να μεταδώσει το μικρόβιο της οικονομικής εξέγερσης σε ολόκληρο το σάπιο πολιτικό σώμα αυτής της χώρας», κατέγραφε ο ελληνιστής στο έργο του «Αναφορές: Ελλάδα 1933-1947» (εκδ. Πανεπιστημίου Πρίνστον).