Τόλμησε να δείξει τι σημαίνει παρακράτος σε μια χώρα όπου η διαφθορά ήταν κράτος εν κράτει. Τόλμησε να «γδύσει» έναν διάσημο ηθοποιό από την κιτς αισθητική του Μπόλιγουντ με την οποία έχει καθιερωθεί και να του δώσει ρόλο σε ένα πολιτικό θρίλερ. Τόλμησε να εντάξει ένα σατιρικό τραγούδι για το καθεστώς στην ταινία του, γεγονός που του κόστισε την απαγόρευση της κυκλοφορίας της για λίγες ημέρες. Πάνω από όλα όμως, ο Ντιμπακάρ Μπανερτζί τόλμησε να μιλήσει για όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του όχι μέσα από μια δική του πρωτότυπη ιστορία, αλλά επιλέγοντας να μεταφέρει στην ινδική κουλτούρα το εμβληματικό έργο του Βασίλη Βασιλικού, το «Ζ», μισό αιώνα μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη καταφέρνοντας να κερδίσει διακρίσεις, όχι όμως και διανομή της ταινίας του στην Ευρώπη. Η επιθυμία του ωστόσο να προβληθεί η ταινία του στην Ελλάδα γίνεται πραγματικότητα το ερχόμενο Σάββατο στην Αθήνα, ύστερα από την αποτυχημένη προσπάθεια να παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ούτε Γρηγόρης Λαμπράκης ούτε Χρήστος Σαρτζετάκης εμφανίζονται σε ινδική εκδοχή στην ταινία που έχει τον τίτλο «Σαγκάη» καθώς δεν θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Ζ» ύστερα από εκείνη του Κώστα Γαβρά. Ο βασικός κορμός είναι, ωστόσο, ο ίδιος: ένας γιατρός, ακτιβιστής και διανοούμενος δεν φοβάται να βγάλει έναν πύρινο λόγο κατά του καθεστώτος που επιχειρεί να μετατρέψει τη (φανταστική) πόλη Μπαράτ Ναγκάρ σε μια νέα Σαγκάη. Δολοφονείται σε ένα δήθεν τροχαίο δυστύχημα. Και ένας υψηλά ιστάμενος στην κυβερνητική ιεραρχία και αγαπημένο παιδί του τοπικού κυβερνήτη ρισκάρει την επιτυχημένη καριέρα του για να αποκαλύψει την αλήθεια.

«Να μη λέγεται «Ζ»»

«Μόλις διάβασα το «Z» ήξερα ότι θα γίνει η επόμενη ταινία μου. Το βιβλίο με απορρόφησε εξαιτίας του έξοχου χαρακτήρα και της λεπτομέρειας με την οποία περιγράφεται ο πρωταγωνιστής, το πώς επηρεάζεται από την πολιτική και πώς αυτή τον οδηγεί σε συγκεκριμένες πράξεις» εξηγεί ο σκηνοθέτης Ντιμπακάρ Μπανερτζί που διάβασε το «Ζ» ύστερα από προτροπή της σεναριογράφου και συνεργάτιδάς του Ουρμί Γιουβεκάρ, όταν εξέφρασε την επιθυμία του να γυρίσει ένα πολιτικό θρίλερ. «Οταν ζήτησα από την παραγωγό μου να πάει στην Ελλάδα και να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου, ο κ. Βασιλικός αναρωτιόταν ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι στην Ινδία που θέλουν να κάνουν ταινία ένα βιβλίο που έγραψε πριν από 45 χρόνια» συνεχίζει.

«Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή εξεπλάγην» επιβεβαιώνει και ο Βασίλης Βασιλικός. «Αναζήτησα στοιχεία για τον σκηνοθέτη και όταν διαπίστωσα ότι κάνει ανεξάρτητες παραγωγές που δεν έχουν να κάνουν με το Μπόλιγουντ που έχουμε όλοι στο μυαλό μας, δέχθηκα υπό τον όρο η ταινία να μη λέγεται «Z». Οταν μου έστειλαν το σενάριο διαπίστωσα πως είναι μια απολύτως ελεύθερη προσαρμογή, 100% προσαρμοσμένη στην ινδική πραγματικότητα, η οποία ταυτοχρόνως περνάει το μήνυμα του βιβλίου. Είναι ένα δείγμα συνάντησης του ινδικού με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ινδοευρωπαϊκός» λέει με χιούμορ ο διακεκριμένος συγγραφέας.

Δεν είναι μόνο ο Βασίλης Βασιλικός που δίνει ελληνικό χρώμα στην ινδική ταινία. Ελληνας είναι και ο διευθυντής φωτογραφίας, συνεργάτης πλέον του Ντιμπακάρ Μπανερτζί, ο οποίος μας εξηγεί πώς προέκυψε η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου. «Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι φιλέλληνας, έχει διαβάσει αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και παράλληλα είναι λάτρης του «Z» του Κώστα Γαβρά. Πήρε την απόφαση θεωρώντας ότι η ιστορία έχει πολλές ομοιότητες με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη χώρα του, μια νέα σχετικά δημοκρατία όπου υπάρχει έντονο το στοιχείο της διαφθοράς» εξηγεί ο Νίκος Ανδριτσάκης, ο οποίος είχε ήδη μια κινηματογραφική συνεργασία με τον ινδό σκηνοθέτη πριν από τη «Σαγκάη» –έκτοτε ακολούθησαν ακόμη δύο ταινίες. «Θέλησε να δει όμως τα πράγματα βάσει της δικής του οπτικής, να προχωρήσει σε μια φρέσκια διασκευή» συνεχίζει περιγράφοντας τον Ντιμπακάρ Μπανερτζί ως έναν σκηνοθέτη που επιχειρεί την αναγνώριση όχι μέσω των κλασικών μιούζικαλ του Μπόλιγουντ αλλά μέσα από ιστορίες που μπορούν να σταθούν διεθνώς, έχοντας ως βασικό στοιχείο τους την ινδική κουλτούρα. «Ο Βασιλικός έγραψε για την κόντρα ανάμεσα σε καπιταλισμό και κομμουνισμό. Στην Ινδία όμως δεν έχουμε τόσο έντονες ιδεολογικές διαφορές όσο το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, σε μικρές και μεγάλες πόλεις, σε «καθαρούς» και «βρώμικους» ανθρώπους. Και η «Σαγκάη» διερευνά αυτά τα δίπολα» προσθέτει ο σκηνοθέτης.

«Αληθινοί ήρωες»

Ποιο ήταν για τον Ν. Ανδριτσάκη το δυσκολότερο κομμάτι των γυρισμάτων που διήρκεσαν 45 ημέρες σε δύο μικρές πόλεις του Νότου, τη Λατούρ και το Μπαραμάτι; Μήπως το να καταφέρει να ξεφύγει από τους έλληνες πρωταγωνιστές του «Ζ»; «Στην αρχή έβλεπα μέσα από τους ήρωες τον Λαμπράκη, τον Σαρτζετάκη. Ηταν ο μόνος τρόπος για να συνδεθώ ψυχολογικά με την ταινία, ειδικά στην αρχή. Εψαχνα κάτι οικείο. Από ένα σημείο και μετά όμως πήρε η ταινία τη δική της ζωή. Οι ήρωες είχαν γίνει αληθινοί.

Οι δυσκολότερες στιγμές ήταν, ωστόσο, όταν μαζεύονταν γύρω από τον χώρο των γυρισμάτων χιλιάδες άνθρωποι για να παρακολουθήσουν. Στη σκηνή του δυστυχήματος χρειάστηκε 30 άτομα να προσπαθούν επί ώρες να διώξουν όσους σπρώχνονταν για να δουν» θυμάται. Σε προσωπικό επίπεδο δεν ξεχνά πως οι ντόπιοι όταν άκουγαν ότι είναι Ελληνας έσπευδαν να τον αγγίξουν σαν να ήταν εξωγήινος.

Κι αν ο Νίκος Ανδριτσάκης έχει πολλά να θυμηθεί από τα γυρίσματα, ο Βασίλης Βασιλικός δεν τα παρακολούθησε. «Δεν θέλω να είμαι από πάνω. Και ο Κώστας Γαβράς με είχε καλέσει τότε στο Αλγέρι, αλλά δεν πήγα για να μην έχει την έννοια να με ρωτάει συνέχεια αν είναι όλα όπως τα είχα στο μυαλό μου». Επί τη ευκαιρία ο συγγραφέας μάς εξομολογείται το μεγάλο ανεκπλήρωτο όνειρό του: «Ηθελα να γίνω σκηνοθέτης, αλλά στην εποχή μου δεν υπήρχαν σχολές. Το να κάνω μια ταινία είναι το μεγάλο μου απωθημένο».

Το ημερολόγιο έδειχνε 6 Ιουνίου του 2012 όταν πλέον η ταινία ήταν έτοιμη να βγει στη μεγάλη οθόνη. Το ανώτατο δικαστήριο ωστόσο απεφάνθη ότι δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει λόγω ενός τραγουδιού που σατίριζε τη Δεξιά, εκπρόσωποι της οποίας προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη. Τελικά δύο ημέρες αργότερα η «Σαγκάη» βγήκε στις αίθουσες, σε 1.200 κόπιες.

Και ενώ οι κριτικές ήταν θετικές το κοινό –παρά το γεγονός ότι έπαιζε και ο ιδιαιτέρως δημοφιλής σε εμπορικές ταινίες του Μπόλιγουντ, ο Εμράαν Χασμί –δεν έσπευσε να δει την ταινία το πρώτο Σαββατοκύριακο απογοητεύοντας τους συντελεστές της. «Αντεξε όμως καθώς από στόμα σε στόμα διαδόθηκε πως ήταν καλή. Μας συνέκριναν με τις ταινίες του Μπόλιγουντ λόγω του Χασμί και δεν ήταν σωστό. Δεν έχει ξαναγίνει τέτοια ταινία στην Ινδία και αποδείχθηκε πως υπάρχει κοινό» λέει ο Νίκος Ανδριτσάκης. Τελικά, η παραγωγή κόστους 310.000 δολαρίων έφερε στα ταμεία 2,4 εκατ. δολάρια και κέρδισε τρία βραβεία και τρεις υποψηφιότητες, χωρίς όμως να καταφέρει να βρει διανομή για την Ευρώπη. «Είναι δύσκολο να απαντήσει κάποιος στο γιατί συνέβη αυτό» σημειώνει ο διευθυντής φωτογραφίας. «Ισως να φταίει η ύπαρξη του «Z» και ο κόσμος να μην έδωσε τη δέουσα σημασία, ίσως να μη «μιλούσε» την παγκόσμια γλώσσα. Θα ήθελα πολύ να ακούσω τη γνώμη του κοινού».