Ολα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που μια αυθόρμητη πράξη καλοσύνης από έναν μαθητή του γίνεται η αφορμή να ξετυλιχθούν οι περίπλοκες σχέσεις των ενήλικων ηρώων που δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν με ειλικρίνεια τη ζωή τους.
Και πάνω στην κουβέντα παραδέχεται, χωρίς να εφευρίσκει εύκολες δικαιολογίες, πως όπως και ο Αντριου Κρόκερ-Χάρις έτσι και αυτός φοράει προσωπεία. «Και μόνο από το γεγονός ότι επέλεξα να γίνω ηθοποιός, πράγμα που σημαίνει πως ζω πολύ συχνά με προσωπεία ρόλων, δείχνει πόσο ανάγκη έχω να δείχνω τα αληθινά μου συναισθήματα στη σκηνή παρά στη ζωή».
Αν και γραμμένο το 1948 με μια έντονη ρετρό ατμόσφαιρα, το έργο βρίσκει ισχυρά πατήματα (και) στην Ελλάδα του σήμερα. «Πράγματι με έναν τρόπο το κάνει, παρότι γράφτηκε πριν από πολλές δεκαετίες. Αν και ο Ράτιγκαν υποβαθμίστηκε πολύ όταν βγήκαν ο Οσμπορν, ο Πίντερ και όλη η γενιά των συγγραφέων του 1950, τελευταίως έχει επιστρέψει θριαμβευτικά σε Αμερική και Αγγλία επειδή τα έργα του δεν πραγματεύονται θέματα επίκαιρα, αλλά κλασικά. Το θέμα των αισθημάτων, της διάστασης ενός ζευγαριού, της αγάπης εξακολουθούν να συγκινούν».
Αν και η θεατρική εκδοχή του ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, δεν στάθηκε εμπόδιο στην περυσινή επιτυχία της παράστασης που τις περισσότερες ημέρες ήταν sold out. Είναι άραγε αυτό μια χειροπιαστή απόδειξη επιτυχίας σε μια πόλη με τόσες παραστάσεις; «Φυσικά και είναι. Είναι πολύ ευχάριστο ο κόσμος να υποστηρίζει τις καλές παραστάσεις μέσα στην καταχνιά της κρίσης που ζούμε.
Οτι υπάρχει σοβαρός πληθωρισμός είναι πραγματικότητα. Κάποιες από αυτές είναι καλές, κάποιες λιγότερο, κάποιες ίσως να είναι και κακές. Πολλοί άνθρωποι όμως έχουν ανάγκη να εκφραστούν και ειδικότερα οι νέοι, τα ποσοστά ανεργίας των οποίων είναι τεράστια. Θεωρώ επομένως προτιμότερο τα νέα παιδιά να κάνουν μια θεατρική ομάδα από το να κάθονται σπίτι τους και να παθαίνουν κατάθλιψη. Δεν είναι κακό που υπάρχουν πολλές παραστάσεις.
Ο κόσμος επιλέγει τι τον ενδιαφέρει. Προτιμώ, για παράδειγμα, να υπάρχουν θέατρα από μέρη όπου πάνε οι νέοι και πίνουν ναρκωτικά» τονίζει ο Δημήτρης Καταλειφός που σε λίγους μήνες θα συμπληρώσει 40 χρόνια ενεργής θεατρικής δράσης.
Το πρόγραμμά του τις τελευταίες εβδομάδες περιλαμβάνει βραδινές παραστάσεις, μεσημεριανή ξεκούραση και μερικές διορθώσεις στη μετάφραση του «Γυάλινου κόσμου» που θα ανεβάσει τον ερχόμενο Ιανουάριο και πάλι στο Εμπορικόν μαζί με τη Θέμιδα Μπαζάκα. Χρόνος για να παρακολουθήσει τηλεόραση δεν υπάρχει πολύς. «Τα τελευταία χρόνια δεν είχα ούτε αποκωδικοποιητή. Τώρα πήρα καινούργια συσκευή και βλέπω κυρίως ντοκιμαντέρ και ταινίες στο κανάλι της Βουλής».
Η προβολή και η ιδέα τής ακόμη μεγαλύτερης αναγνωρισιμότητας μέσα από αυτήν τον αφήνει αδιάφορο. «Οποιος με ξέρει με ξέρει, όποιος δεν με ξέρει δεν πειράζει. Με ενδιαφέρει πιο πολύ να με εκτιμούν γι’ αυτό που κάνω. Θέλω να ξέρω πως κάποιος που ήρθε να δει την παράσταση δεν έχασε τον χρόνο του, δεν ένιωσε ότι τον κορόιδεψα».