Κλιμακτηριακά συμπτώματα. Τα κλιμακτηριακά συμπτώματα, όπως εξάψεις και εφιδρώσεις, είναι συχνότερα στις παχύσαρκες γυναίκες. Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ο λόγος της πιθανότητας αύξησης των εξάψεων είναι 1,27 φορές μεγαλύτερος για κάθε τυπική απόκλιση στην αύξηση του ποσοστού σωματικού λίπους, ενώ ειδικά οι γυναίκες εκείνες που αποκτούν βάρος κατά τη διάρκεια της μεταβατικής εμμηνοπαυσιακής περιόδου είναι ακόμη πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων.

Παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι παχύσαρκες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υπέρτασης και δυσλιπιδαιμίας. Ο μεταβολισμός της γλυκόζης φαίνεται να διαταράσσεται επιπλέον κι από την ίδια τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση και την έκπτωση των συγκεντρώσεων των οιστρογόνων, ενώ η υπέρταση επηρεάζεται κυρίως από την ανάπτυξη κεντρικής παχυσαρκίας. Το λιπιδαιμικό προφίλ επιδεινώνεται μετά την εμμηνόπαυση επίσης.

Στεφανιαία νόσος. Οι παχύσαρκες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Σύμφωνα με ερευνητικά στοιχεία, αύξηση του δείκτη μάζας σώματος κατά 5 kg/m2 συνδέεται με 30% αύξηση της συχνότητας εμφάνισης στεφανιαίας νόσου στις γυναίκες αυτές, ανεξάρτητα από την παρουσία άλλων σχετικών παραγόντων κινδύνου, όπως η χρονολογική ηλικία, το κάπνισμα, η ελαττωμένη σωματική δραστηριότητα, η πρόσληψη αλκοόλ ή το οικογενειακό ιστορικό.

Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο κίνδυνος για εμφάνιση αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου  αυξάνει γραμμικά με την αύξηση του δείκτη μάζας σώματος ανεξαρτήτως του φύλου και της εθνικότητας. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα γυναίκες με δείκτη μάζας σώματος >32 kg/m2 παρουσιάζουν 2,37 φορές αυξημένο σχετικό κίνδυνο εμφάνισης ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Επιπλέον, γυναίκες που προσλαμβάνουν 10-20 kg επιπλέον κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους παρουσιάζουν 69% αύξηση του κινδύνου αυτού.

Καρκίνος μαστού. Οι παχύσαρκες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού. Η παχυσαρκία σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου καρκίνου μαστού που κυμαίνεται μεταξύ 1,26 και 2,52 φορές παραπάνω. Σύμφωνα με μια μετα-ανάλυση με 2,5 εκατομμύρια γυναίκες, αύξηση του δείκτη μάζας σώματος κατά 5 kg/m2 οδηγεί σε 12% αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου μαστού. Το επιπλέον βάρος που αποκτήθηκε μετά την ηλικία των 30-40 ετών και ειδικά αυτό που αποκτήθηκε μετεμμηνοπαυσιακά φαίνεται να αυξάνει επιπλέον τον κίνδυνο. Η παχυσαρκία αποτελεί λοιπόν παράγοντα κινδύνου για καρκίνο μαστού, δεν φαίνεται να επηρεάζει όμως τον κίνδυνο από την ορμονική θεραπεία υποκατάστασης.

Ο Θάνος Δημόπουλος είναι καθηγητής Θεραπευτικής Αιματολογίας – Ογκολογίας, τ. πρύτανης του ΕΚΠΑ