Είναι αργά Πέμπτη βράδυ ο καιρός τον γύρισε σε βοριά άγριο και λυσσασμένο, αδύνατον να μην πάει ο νους σου σ’ αυτούς τους  ανθρώπους που έχουν καταφύγει σε ταράτσες, στέγες, μπαλκόνια, βρεμένοι, άυπνοι, χωρίς νερό, τηλέφωνο, ηλεκτρικό να ξεπαγιάζουν ξεχασμένοι περιμένοντας τη μέρα. Πάλι μας βρήκε το κακό απροετοίμαστους. Ετσι θα πάει το πράγμα; Και δεν θέλω ν’ ακούσω πάλι «οι άλλοι θα τα κάνανε χειρότερα», μα για τούτο ψηφίσανε εσάς κι όχι τους άλλους για να τα κάνετε καλύτερα. Μιλάμε για «επιτελικό κράτος». Ποιος είναι το επιτελικό; Ο κύριος Βαρβιτσιώτης; Είναι ικανός αυτός ο κύριος να οργανώσει, να κρίνει, να μοιράσει ευθύνες, και να έχει την εποπτεία του υπουργείου του; Εγινε αυτή η κτηνωδία στο λιμάνι, αυτό το έγκλημα και τι βγήκε να πει. «Υπάρχουν αυτοί που θρηνούν τον αδικοχαμένο και υπάρχουν και αυτοί που θρηνούν γι’ αυτούς που πήγαν να κάνουν τη δουλειά τους να φέρουν πίσω έναν μισθό, ένα μεροκάματο και σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι για δολοφονία».

Οταν το διάβασα για μια στιγμή νόμισα ότι πρόκειται για τρολ της αντιπολίτευσης. Μα τόσο μακριά νυχτωμένος; Κι αφού είδε την οργή του κόσμου, θα του σφίξανε και τα λουριά απ’ το Μαξίμου, τι έκανε; Παραιτήθηκε; Σιγά, αυτό θέλει κότσια. Τον παραίτησαν; Πώς; Πώς να παραιτήσεις και τρίτον υπουργό μέσα σ’ ένα μήνα; Θα σε πάρουν με τις πέτρες. Αντί όλων αυτών βγήκε και ζήτησε συγγνώμη. Δηλαδή όχι ακριβώς, αν προσέξετε την ανακοίνωση, μας τη λέει κι από πάνω. «Ζητώ συγγνώμη αν άθελά μου με λανθασμένη διατύπωση, ενδεχομένως κάποιοι εξέλαβαν την καταδίκη μου προς το περιστατικό και την ανάγκη διαλεύκανσής του, ως εξίσωση του θύματος με τον θύτη. Ο Αντώνης και η οικογένειά του είναι τα μεγάλα θύματα αυτής της τραγωδίας».

Οτι δηλαδή την καταδίκη του στο περιστατικό ΕΜΕΙΣ την εκλάβαμε σαν εξίσωση του θύματος με τον θύτη. Είμαστε και ηλίθιοι δηλαδή. Εμείς κάναμε το λάθος. Αυτός δεν είπε αυτό που είπε, εμείς το ακούσαμε αλλιώς. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά αισθάνομαι πως αυτά τα δυο γεγονότα, απ’ τη μια οι φωτιές, οι πλημμύρες, οι καταστροφές κι απ’ την άλλη ο βάρβαρος φόνος ενός νέου, είναι οι δύο όψεις στο ίδιο νόμισμα.

Μια Ελλάδα στο έλεος της φύσης χωρίς καμία προετοιμασία κανενός είδους πρόληψη, και ένας νέος ριγμένος στη θάλασσα, το καράβι να φεύγει σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ένας πάνω στο μηχανάκι κοιτάει αδιάφορα, άλλοι μέσα στο πλοίο να χτυπάνε την πόρτα του καπετάνιου «άνθρωπος στη θάλασσα» κι αυτός πέρα βρέχει, λιμενικός να μην υπάρχει στην προβλήτα κι αυτά στο μεγαλύτερο λιμάνι των Βαλκανίων. Πολύ φοβάμαι πως όλη η χώρα βρίσκεται στο χείλος ενός καταπέλτη προσπαθώντας να κάνει το μεγάλο ταξίδι, και δυο κτήνη με τζάμπα χρυσάφι στο μανίκι να τη σπρώχνουν να πέσει να πνιγεί στα βρώμικα νερά μέχρι να την καταπιεί το αγριεμένο κύμα. Μακάρι ο καιρός να με βγάλει ψεύτη.