Η σημαντικότερη των παλαιών αυτών ταινιών είναι το «Είμαι η Κούβα» («Soy Cuba», Κούβα/Σοβιετική Ενωση, 1964), ένας θρυλικός ρωσοκουβανικός φόρος τιμής στη νικηφόρα επανάσταση κατά της δικτατορίας Μπατίστα που ανετράπη από τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα το 1958. Κεντρική ηρωίδα είναι η ίδια η Κούβα και ήρωες οι ανώνυμοι πολίτες – αγρότες και φοιτητές (παίζουν κυρίως ερασιτέχνες ηθοποιοί). Παρακολουθούμε τέσσερις καθημερινές ιστορίες στην Κούβα του Μπατίστα, μέσω των οποίων εξηγείται η ανάγκη του λαού να επαναστατήσει. Το σενάριο συνυπέγραψαν δύο μορφές της ποίησης του 20ού αιώνα, ο Κουβανός Ενρίκε Πινέλα Μπαρνέτ και ο Ρώσος Γεβγκένι Γεφτουσένκο, ενώ τη σκηνοθεσία ανέλαβε επίσης Ρώσος, ο Μιχαΐλ Καλατόζοφ. Το αποτέλεσμα είναι ένα απίστευτα πρωτοποριακό κινηματογραφικό ποίημα σε σινεμασκόπ, που φορμαλιστικά φέρει ιδέες από Σεργκέι Αϊζενστάιν ως Ορσον Γουέλς. Ενας συγκινητικός, παθιασμένος εξπρεσιονιστικός συνδυασμός ήχου και εικόνας, κάτω από τον οποίο κρύβεται ο παιάνας προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Δυναμική μείξη αφρο-κουβανέζικης μουσικής με φυσικούς ήχους, μινιμαλιστικοί διάλογοι (σε ντουμπλάζ) και πλάνα που κυριολεκτικά σου κόβουν την ανάσα, όπως αυτό της εισαγωγής, μια κατακόρυφη λήψη. Εν ολίγοις μια ασπρόμαυρη κινηματογραφική εμπειρία που κάθε κινηματογραφόφιλος θα πρέπει να νιώσει μέσα στην αίθουσα, έστω και αν διαφωνεί με τον πολιτικό ενθουσιασμό της.

Χαοτικό νεονουάρ

Ολες οι νέες ταινίες κινούνται στα επίπεδα της «χρυσής μετριότητας», παρότι κάποιες είχαν τις προδιαγραφές. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι το «Καμουφλάζ» (Mascarade, Γαλλία, 2022) του Νικολά Μπεντό, νεονουάρ με στοιχεία θρίλερ και φόντο την εξωτική Γαλλική Ριβιέρα. Ο Πιερ Νινέ, ένας από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς που έχει βγάλει ο γαλλικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια, και η Ιζαμπέλ Ατζανί, που δεν χρειάζεται συστάσεις, είναι το ζευγάρι του μυστηρίου και οι δύο βασικοί παίκτες μιας εξαιρετικά περίπλοκης ιστορίας ερωτικής απιστίας, οικονομικών καταχρήσεων, διαφθοράς και «ψυχικής κενότητας». Πολλά πρόσωπα, πολλές υποϊστορίες, πολλές χρονικές «μετακινήσεις», πολύ χάος. Η δομή του σεναρίου είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι προκειμένου να μείνει καλά κρυμμένη η «έκπληξη» της ιστορίας. Τελικά σε αφήνει αμήχανο και με ερωτηματικά, αν δεν έχεις ήδη παραιτηθεί πριν καν η ταινία τελειώσει.

Ολα βατά πλην βαρετά

Αντιθέτως, όλα είναι βατά στην ταινία «Μπαμπάς να σου πετύχει» (About My Father, ΗΠΑ, 2023), με τον ακούραστο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον ρόλο του τίτλου. Βατά μα ολίγον βαρετά. Κωμωδία «ταξικής σύγκρουσης», με αρκετές αστείες στιγμές (όπως και συγκινητικές) με μοχλό τη σχέση ενός ανοιχτόκαρδου πατέρα με τον κάπως «ξενέρωτο» γιο του (Σεμπάστιαν Μανισκάλο) που πρόκειται να παντρευτεί μια γυναίκα «ανώτερης κοινωνικής τάξης» (Λέσλι Μπιμπ). Αρα οι συμπέθεροι οφείλουν να γνωριστούν. Ο Ντε Νίρο είναι μετανάστης από τη Σικελία που έκανε καριέρα κομμωτή στο Μπρούκλιν, οι συμπέθεροι είναι αμερικανική αφρόκρεμα (Ντέιβιντ Ράσε, Κιμ Κατράλ). Εμφανές ότι η ταινία της Λάουρα Τερούσο πατά πάνω στα ίχνη που χάραξε ο «Γαμπρός της συμφοράς», επίσης με τον Ντε Νίρο. Μόνο που εκεί το δεύτερο βασικό πρόσωπο ήταν ο Μπεν Στίλερ, ένας κωμικός που είχε τρομερή χημεία με τον Ντε Νίρο. Δυστυχώς αυτή η χημεία δεν υπάρχει εδώ με τον «ξύλινο» Μανισκάλο.

Γκέι στη θατσερική Βρετανία

Τι σήμαινε να είσαι ομοφυλόφιλη/ος και να το κρύβεις στην Αγγλία του «θατσερικού» συντηρητισμού της δεκαετίας του 1980; Μετά από τόσες και τόσες ταινίες, την απάντηση μάλλον την έχουμε εμπεδώσει πολύ καλά. Επομένως η απλώς καλοφτιαγμένη βρετανική ταινία «Blue Jean» (2023) δεν έχει και πολλά πράγματα να προσθέσει, πέρα ίσως από την ανάγκη της σκηνοθέτριας Τζόρτζια Οκλεϊ να κάνει ταινία κάτι που προφανώς απασχολεί πολύ την ίδια. Ξεχωρίζεις μόνο την προσεγμένη, χαμηλότονη ερμηνεία της Ρόουζι Μακ Γιούαν που εργάζεται ως καθηγήτρια γυμναστικής σε ένα σχολείο θηλέων, έχει σχέση με μια γυναίκα ας πούμε του περιθωρίου (Κέρι Χέιζ) και δείχνει ενδιαφέρον για μια μαθήτρια με την ίδια σεξουαλική κατεύθυνση η οποία δέχεται bullying από τις συμμαθήτριές της.

Φαντάσματα α λα Disney

Δεν κατάλαβα τον λόγο για τον οποίο μια ούτως ή άλλως μέτρια κωμωδία φαντασίας της δεκαετίας του 1990 με τον Εντι Μέρφι θα έπρεπε να ξαναγίνει ταινία στη δεκαετία του 2020 χωρίς τον Εντι Μέρφι. Γιατί αυτό συμβαίνει με το «Στοιχειωμένο αρχοντικό» (Haunted Mansion, ΗΠΑ, 2023) που είναι μια παραλλαγή του «Στοιχειωμένου πύργου» (1993), η οποία με τη σειρά της ήταν εμπνευσμένη από το κλασικό τρενάκι που βρίσκεται στο θεματικό πάρκο της Disneyland. Φαντάσματα σε σπίτια εγκαταλελειμμένα, δίνουν πάσα για ένα χιούμορ ξεπερασμένο και με δύο άνευρους πρωταγωνιστές (ΛαΚιθ Στάνφιλντ, Ροζάριο Ντόσον). Το μόνο πρόσωπο της ταινίας το οποίο κάτι μπόρεσε να μου πει είναι ο Οουεν Γουίλσον σε ρόλο κομπιναδόρου ιερέα. Δεν έσωσε όμως το γενικότερο φιάσκο.

Βία και μυστήριο

Αρρωστημένη ατμόσφαιρα βίας, «υπάνθρωποι» α λα σπείρα Τσαρλς Μάνσον που σκοτώνουν την ώρα τους κάνοντας τατουάζ, χτυπώντας και… σκοτώνοντας όποιον να ‘ναι, και στη μέση ο δανός ηθοποιός Νικολάι Κόστερ Βαλντάου στον ρόλο του όχι και τόσο ικανού αμερικανού αστυνομικού που αποφασίζει να εκδικηθεί μόνος τους φονιάδες της γυναίκας και της κόρης του. Το μόνο που καταφέρνει η περιπέτεια εκδίκησης του Νικ Κασαβέτις «Ο Θεός είναι μια σφαίρα» (God Is a Bullet, ΗΠΑ, 2023) είναι να σου προκαλέσει απώθηση με την επιτηδευμένη νοσηρότητά της.

Προβάλλεται τέλος και η ισπανική ταινία «Τμήμα απολεσθέντων Μαδρίτης» (Objetos, 2022) του Χόρχε Ντοράντο με τον Αλβαρο Μόρτε στον ρόλο ενός υπαλλήλου του τμήματος απολεσθέντων που αποφασίζει να ερευνήσει μόνος το μυστήριο της βαλίτσας με τα απομεινάρια ενός νεκρού βρέφους που βρέθηκε στο κατόπι του…

Επανεκδόσεων συνέχεια

«Διακοπές στη Ρώμη» («Roman Holiday», ΗΠΑ, 1953). Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους για τους οποίους αυτή η ταινία ανήκει στις πιο αγαπημένες ρομαντικές κωμωδίες στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου. Πολύ απλά, η ταινία του Γουίλαμ Γουάιλερ έχει όλα τα υλικά για να αρέσει. Εχει τον Γκρέγκορι Πεκ, 37 χρονών το 1953 και πιο γοητευτικό από ποτέ στον ρόλο ενός αμερικανού δημοσιογράφου στη Ρώμη. Εχει την αιθέρια, εύθραυστη παρουσία της Οντρεϊ Χέπμπορν στον ρόλο μιας πριγκίπισσας που της ταίριαξε αφάνταστα, της χάρισε το Οσκαρ Α’ ρόλου και υπήρξε λαμπρή αφετηρία για μια σπουδαία καριέρα. Και έχει ένα έξυπνο love story στην καρδιά της Αιώνιας Πόλης, της Ρώμης. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η επιτυχία της ήταν δεδομένη…

«Λούστρος παπουτσιών» (Suscia, 1946). Στη Ρώμη του 1946 δύο μικροί λούστροι (Φράνκο Ιντερλένγκι, Ρινάλντο Σμορντόνι) αναλαμβάνουν ύποπτες δουλειές για να αγοράσουν το δικό τους άλογο και έρχονται αντιμέτωποι με τον νόμο. Γυρισμένη με όρεξη και ερασιτέχνες ηθοποιούς από τον σκηνοθέτη του «Κλέφτη ποδηλάτων» Βιτόριο ντε Σίκα, αυτή η ταινία είναι σημείο αναφοράς του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου αλλά και μια σπουδαία εικόνα της μεταπολεμικής Ρώμης ενώ προσπαθούσε να σταθεί και πάλι στα πόδια της μετά τον εφιάλτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.