Στη νέα συλλογή διηγημάτων του Φίλιππου Δ. Δρακονταεδή με τίτλο «Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα» (εκδ. Κέδρος) η βουή των αμαρτημάτων «ακούγεται από την Αρμενία, την Πολωνία, τη Γεωργία, από τις πόλεις και τις γειτονιές μας, επειδή το μόνο ταξίδι της ζωής είναι το πέρασμα από το ένα αμάρτημα στο άλλο μέχρι θανάτου», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, στενός συνεργάτης του «Βιβλιοδρομίου». Εκτός άλλων, στα διηγήματα αυτά το κακό της επιδημίας θεραπεύεται με σκόρδο, συγγενείς διαφωνούν για το δικαίωμα ταφής στον οικογενειακό τάφο, η σωτηρία είναι το πρώτο ταξίδι του βίου, οι άνθρωποι στριμώχνονται σε «δύσκολες γωνίες». Το «Β» προδημοσιεύει απόσπασμα από το διήγημα «Η Χρυσάνθη».
Στην κηδεία μου ήρθε η Χρυσάνθη. Μπήκε στον νεκροθάλαμο, έσκυψε πάνω μου και με κοίταξε. «Α, καλέ μου», μελαγχόλησε, «κρύο σε βλέπω, έξω καίει ο ήλιος, είμαι ιδρωμένη, ήρθα με τα πόδια, γίνεται διαδήλωση, οι δρόμοι γεμάτοι αυτοκίνητα, ευτυχώς σε πρόλαβα». Άνοιξα τα μάτια μου για να αντιληφθεί πως την είδα, πως την περίμενα. «Οι άλλοι είναι έξω», είπε. Έκλεισα τα μάτια, δεν θα άντεχα την κατήφεια του αποχαιρετισμού. «Θα έρθουν», συνέχισε, «εσύ να παριστάνεις τον πεθαμένο, δεν χρειάζεται να καταλάβουν». «Ποιοι απουσιάζουν;» ενδιαφέρθηκα. «Η μητέρα σου και ο πατέρας σου δεν ήρθαν», ψιθύρισε η Χρυσάνθη, «η μητέρα μου και ο πατέρας μου δεν ήρθαν» και κάθισε στην καρέκλα, τοποθετημένη στο πλάι του φέρετρου. «Δεν θα πρόλαβαν να βγουν στο δρόμο, είναι γεμάτος αυτοκίνητα, γίνεται διαδήλωση», συνέχισε. «Θα μπορούσαν να έρθουν με το λεωφορείο», σχολίασα. «Με τη σούστα θέλεις να πεις», εξήγησε η Χρυσάνθη, «αλλά την είχε πεταμένη σε μιαν άκρη ο Μόστολος, δεν πρόλαβε να την συμμαζέψει, τον πλάκωσε η αρρώστια, η χήρα του ήρθε όμως με το λεωφορείο». «Και το εισιτήριο οριστικής αναχώρησης που είχα βγάλει;» «Δεν το έχεις στην τσέπη σου;» απόρησε η Χρυσάνθη. «Εσύ το έχεις;» ρώτησα.
Τότε, είπα μέσα μου, να καθυστερήσουμε την εξόδιο ακολουθία ώσπου να εξασφαλιστεί η οριστική αναχώρησή μου με σούστα, να στρώσουμε τραπέζι, να προλάβουν να έρθουν οι γονείς μου, οι συγγενείς και οι φίλοι να φάμε και να πιούμε, να υποσχεθούμε αμοιβαίως αιωνία η μνήμη. Στην κεφαλή να καθίσει ο πατέρας, η μητέρα να σερβίρει, η πόρτα του σπιτιού ανοιχτή μήπως περάσει ο φτωχός και τον καλέσουμε στη συντροφιά. Η μητέρα είναι εξαιρετική μαγείρισα, ο πατέρας θα έχει μαζέψει τα καλύτερα κρασιά, το τραπέζι στο σαλόνι χωράει δεκαπέντε άτομα αν στριμωχτούμε. Να πάρει φόρα και ο Διονύσης να τραγουδήσει «Τούτ' η γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε». Δεν πειράζει λοιπόν αν η κηδεία μου γίνει αύριο. «Βγάλε το από το μυαλό σου», γέλασε η Χρυσάνθη, «κλείσαμε τη χορωδία για σήμερα, ο παππάς θέλει τα δικά του, όλα είναι τακτοποιημένα. Αν χάσεις τη σειρά σου δεν πρόκειται να την βρεις αύριο, ουρά οι πεθαμένοι από τη ζέστη και τη διαδήλωση και τα αυτοκίνητα».
Βάρυνε η ψυχή μου: θα φύγω δίχως να με δουν οι γονείς μου, δίχως να τους αφήσω παραγγελία. «Τι θα τους πεις;» ενδιαφέρθηκε η Χρυσάνθη, «καλύτερα να περιμένεις να ακούσεις τι θα σου πουν εκείνοι». Τρόμαξα: τέτοιες ώρες λέγονται τα κρυφά, τα αναπάντητα. «Αυτοί ξέρουν», συμπλήρωσε η Χρυσάνθη. «Τι ξέρουν;» πετάχτηκα. «Ξέρουν μήπως πως εσύ στα δεκαεφτά σου και εγώ στα δεκαπέντε μου αγκαλιαζόμαστε; Ξέρουν πως με έσφιγγες στην αγκαλιά σου και τα χέρια μου μάθαιναν και θέριζαν, αλώνιζαν, λίχνιζαν, μάζευαν το στάρι σου και δεμάτιαζαν τα σανά σου, επειδή τα στάχυα σου είχαν θρέψει και ήταν στην εποχή τους; Ξέρουν πως ο μύλος μου άλεθε το στάρι σου και εσύ έβαζες το ζυμάρι, έπλαθες το ψωμί σου, το άφηνες να φουσκώσει, το φούρνιζες και το τρώγαμε ζεστό, έκοβες μπουκιές που βουτούσαμε στο μέλι;» Η Χρυσάνθη σκούπισε τα μάτια της. Τα δικά μου ορθάνοιχτα, επειδή άκουγα τους ήχους της νύχτας, που ήταν από τα τριζόνια των βημάτων της Χρυσάνθης, από τους κούκους των ψιθύρων της, από τη ροή της ποταμιάς της, από τα πηδηματάκια των βατράχων στις υγρές λακούβες της, από τις πυγολαμπίδες που καταύγαζαν το παιχνίδι μας. Και τι μυρουδιές. Μυρουδιές πρώτης ξαδέλφης. «Μην κλαις», είπα, «αγκάλιασέ με. Έτσι όπως είσαι. Με τα ρούχα σου. Θα γδυθούμε αργότερα».
Σηκώθηκα και φύγαμε. Στην έξοδο του νεκροθάλαμου ήταν η σούστα με τον Μόστολο στη θέση του αμαξά. Στο σπίτι είχαν φτάσει οι γονείς μου, είχαν μαζευτεί οι συγγενείς και φίλοι, η μητέρα σερβίριζε και ο πατέρας γέμιζε τα ποτήρια, από την πόρτα που ήταν ανοιχτή είχαν περάσει οι φτωχοί και έτρωγαν στο τραπέζι μας. Και όταν ο Διονύσης έσπρωξε την καρέκλα του στο πλάι και άρχισε να τραγουδάει
χρυσ' άνθη σαν εμύρισα,
στον πάνω κόσμο γύρισα
για να μου πεις και άλλη μιας
όσ' σ' αγαπώ πως μ' αγαπάς,
η Χρυσάνθη έσκυψε στο αυτί μου, «τώρα να φύγουμε», είπε, «να προλάβουμε να βγάλουμε τα ρούχα μας, να προλάβουμε να τα ξαναφορέσουμε». Φύγαμε. Οι κουβέρτες ήταν απλωμένες στο χωράφι, στο αλώνι με τα σανά, θερισμός. Κοιμόμαστε στο χωράφι για να σηκωθούμε μόλις χάραζε και να θερίσουμε. Πάνω στο φόρεμα της Χρυσάνθης έπεφταν τα αστέρια, τίναζα το φόρεμα της Χρυσάνθης για να σβύσουν τα αστέρια, για να μην το κάψουν. Απαλά. Απαλά τιναζόμαστε.
Είχα φορέσει τα ρούχα μου όταν ο νεκροθάφτης με έσπρωξε στο φέρετρο: η Χρυσάνθη με είχε ντύσει με τα χέρια της, μου είχε φορέσει το μακρύ πανταλόνι, τις μπαμπακερές κάλτσες, τα λουστρινένια παπούτσια. Είχε προλάβει να βάλει το ζυμάρι, είχε πλάσει το ψωμί της, το είχε φουρνίσει, το τρώγαμε ζεστό, έκοβε μπουκιές που βουτούσαμε στο μέλι. «'Ωρα να γυρίσω», είπε η Χρυσάνθη και ίσιωσε το φόρεμά της. «Ώρα να γυρίσω και εγώ», είπα, «να έρθουν οι άλλοι, θα παριστάνω τον πεθαμένο».
Περνούσαν οι άλλοι με τη σειρά. Τους άκουγα: «Να προλάβουμε να πάμε και στη Χρυσάνθη», έλεγαν.
Κοίταζα το ρολόι μου. Να τελειώσει η τελετή στην ώρα της, έλεγα μέσα μου, ο Μόστολος θα έχει τη σούστα έτοιμη ως τότε. Θα προλάβουμε.
Με βρήκαν εκεί. «Συλλυπητήρια», μου είπαν. Για τη Χρυσάνθη.
{1BSYG}Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής{1BSYG}{2BTIT}Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα{2BTIT}{3BEKD}Εκδ. Κέδρος, κυκλοφορεί την 1η Δεκεμβρίο{3BEKD}υ