Ο,τι θα διαβάσετε σήμερα σε αυτή τη σελίδα, δεν είναι απομνημονεύματα. Είναι η εμπειρία ενός ανθρώπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια δύσκολη για τον τόπο μας εποχή. Μια έξοχη κινέζικη κατάρα λέει: «Σε καταριέμαι να ζήσεις σε μια ενδιαφέρουσα εποχή». Αυτό, βέβαια, σημαίνει πως, για να επιβιώσεις και περισσότερο για να διακριθείς, θέλει αγώνα πολύ, γνώσεις επαρκείς και αντιστάσεις σθεναρές. Αλλά σπουδαίο ρόλο παίζουν στην πορεία σου, από τα πρώτα χρόνια ζωής, οι δάσκαλοι, και δεν εννοώ μόνο τους εκπαιδευτικούς, αλλά κάθε μάστορα, πρακτικό ή πνευματικό, που βρίσκεται στο περιβάλλον σου ή τον αναζητούν οι γονείς σου κι εσύ ο ίδιος, αν μεγάλωσε σε μια οικογένεια ανοιχτή στον κόσμο, χωρίς παρωπίδες ή στεγανά, χωρίς ταξικές ιδεοληψίες ή οικονομικές ασφάλειες.
Ο πατέρας της μητέρας μου ήταν δάσκαλος, αλλά είχε φύγει από τη ζωή δέκα χρόνια πριν γεννηθώ. Είχα, όμως, πατέρα φιλόλογο και δύο ξαδέλφες, πολύ μεγαλύτερές μου, δασκάλες. Πήγα σχολείο σε επαρχιακή κωμόπολη μέσα στην Κατοχή, αλλά είχα την τύχη θείος μου μορφωμένος, αριστερός αγρότης (πήγε χρόνια φυλακή για τις ιδέες του στον Εμφύλιο) να παντρευτεί μια μικρασιατικής καταγωγής δασκάλα που είχε σπουδάσει στη Γερμανία πριν από τον Χίτλερ τις μεθόδους του «Σχολείου εργασίας» και τη μέθοδο Ντεκρολί. Στην εποχή της μεγάλης πείνας το 1942 βρέθηκε, αναζητώντας δουλειά, όποια δουλειά, στην κωμόπολη, ερωτεύτηκε τον αγρότη θείο μου κι έτσι μεγάλωσα με μια χαρισματική θεία - δασκάλα που με έμαθε γράμματα, όχι στα θρανία, στην αποστήθιση και στο μοναδικό βιβλίο της κατοχικής κυβέρνησης, αλλά στο πεδίο, στη ζωή, στον αγρό, στα μαγαζιά, στις παραλίες με τους ψαράδες, στα εργαστήρια των επαγγελματιών, τσαγκαράδων, ξυλουργών, μελισσοκόμων, κτιστάδων, επιπλοποιών, ψαλτάδων, ιερέων, οδηγών ταξί και φορτηγών οχημάτων.
Στην κωμόπολη υπήρχε ομάδα χωρικών που λάτρευαν τη μουσική και είχαν σχηματίσει χορωδία. Με τη δασκάλα θεία μου παρακολουθούσαμε πρόβες της χορωδίας, αλλά, κυρίως, συχνάζαμε στους μώλους, είτε στους αλευρόμυλους, είτε στα ελαιουργεία, είμαστε παρόντες στο μάζεμα της ελιάς στον κάμπο, στο φύτεμα των σπόρων για βαμβάκι, για βρώμη, για σίκαλη, στους χώρους, όπου σε βαρέλια με άλμη συντηρούνταν οι ελιές και τα τουρσιά. Είμαστε κοντά στις νοικοκυρές, όταν έφτιαχναν ζύμη, όταν άπλωναν φύλλο για τις πίτες, όταν γέμιζαν στα έντερα λουκάνικα και, βέβαια, όταν έραβαν, μπάλωναν, άρμεγαν, ύφαιναν, φούρνιζαν. Βρεθήκαμε σε κρεβάτια αρρώστων, όταν έπαιρναν σιναπισμό, έκαναν βεντούζες και ενέσεις. Η αλησμόνητη εκείνη παιδαγωγός με σοφία με μύησε και στο μυστήριο του θανάτου. Δεν με απομάκρυναν από το σπίτι, όταν, όπως συμβαίνει στην επαρχία, ο νεκρός εκτίθεται σε προσκύνημα, συχνά ένα ημερονύκτιο έως την κηδεία. Δεν μου δημιούργησαν τραύματα οι ολονυκτίες που οι συγγενείς και οι φίλοι του προσφιλούς νεκρού, πίνοντας και αφηγούμενοι, γυρνούσαν πίσω σε χρόνια δύσκολα ή ευτυχή της συμβίωσής τους με τον μακαρίτη, πότε συστρατιώτες στους Βαλκανικούς Πολέμους, πότε στην εκστρατεία στη Μικρασία και στην καταστροφική πυρπόληση της Σμύρνης.
Δύσκολοι καιροί στις καλλιέργειες, καιρικές συνθήκες καταστροφικές για τα χωράφια, κακοί και καλοί έμποροι στο παζάρεμα της παράδοσης των προϊόντων του μόχθου μιας ολόκληρης χρονιάς, βλάβες στις μηχανές του αλωνίσματος, στο τρακτέρ ή χαμήλωμα της στάθμης του νερού στο πηγάδι που πότιζε τους αγρούς. Οι αρρώστιες της σοδειάς και τα φάρμακα που συνταγογραφούσε ο γεωπόνος για την πρόληψη ή τη θεραπεία από ζιζάνια και σπόρους ευπαθείς.
Εχω κι άλλες φορές στο παρελθόν περιγράψει την τραυματική εμπειρία από τη σφαγή χοίρων, προβάτων και αιγών, αλλά στο πέρασμα των χρόνων έμαθα να μαθαίνω, όπως κι όλοι οι άνθρωποι της γενιάς μας, και να συνυπάρχω και να αντέχω ό,τι μοιραία και αναγκαία μας επιφυλάσσει η ζωή. Ούτε διαβάζεται, ούτε βαθαίνει τη γνώση η περιγραφή μιας γέννας φοράδας, αγελάδας, κατσίκας, κουνέλας. Δεν υπάρχει σημαντικότερο μάθημα για ένα παιδί που θέλει να βιώσει με ένταση τη ζωή του και να υποφέρει ή να χαρεί τα γεγονότα του απροσδόκητου βίου από τη γνώση του τρόπου που η φύση διδάσκει τι είναι ζωή, πώς δημιουργείται, πώς παράγεται και πώς πεθαίνει.
Με άλλη αίσθηση από την άγνοια του πριν φόρεσα ένα ρούχο ή περπάτησα σε ένα χαλί ή παραμέρισα μια κουρτίνα, όταν κάθησα δίπλα στη μάνα μου στον αργαλειό και γνώρισα τον γάμο ανάμεσα στο στημόνι και το υφάδι, όπως ήταν άλλη η χαρά και η ευγνωμοσύνη για ένα πουλόβερ, όταν γνώριζα τις ώρες που πόντο - πόντο η μάνα μου, οι θείες μου με μια επιδεξιοτεχνία αξιοθαύμαστη κινούσαν τις βελόνες, ενώ ταυτόχρονα ανακάτευαν και τη σούπα στη φωτιά και έστελναν εντολές με το παραπαίδι στον άντρα του σπιτιού που ήταν στο μαγαζί ή στο χωράφι. Καθισμένος δίπλα στη μάνα μου, που ήταν στον αργαλειό, άκουγα ένα παραμύθι, παιδί τότε τεσσάρων ετών, το οποίο, χωρίς έλλειψη, συνεχώς διέκοπτε, έδινε εντολές για το φαγητό στη μικρότερη αδελφή της, ενώ πόδια και χέρια χειρίζονταν τις κλωστές, υφαίνοντας εξαίσια χαλιά, με ποικίλα σχέδια και χρώματα.
Οταν διάβασα την «Ιλιάδα» και έφτασα στον τρόπο που ο πονηρός Οδυσσέας, ντυμένος πραματευτής, παγίδεψε τον Αχιλλέα που η μητέρα του, για να τον γλιτώσει από τον θάνατο που της προμήνυαν οι χρησμοί, τον είχε ντύσει γυναίκα, αλλά εκείνος διάλεξε όπλα στην πραμάτεια του, αντιλήφθηκα πως τη σκηνή του πραματευτή την είχα βιώσει από παιδί στην ελληνική επαρχία και θυμάμαι πως η μητέρα μου είχε ένα τεφτέρι, όπου έγραφε τα χρέη της στον πραματευτή που τα εισέπραττε κάθε φορά σε δόσεις.
Υπήρχαν τότε και άλλοι περιοδεύοντες έμποροι. Ετσι κάθε αρχή καλοκαιριού, φθινοπώρου, άνοιξη και χειμώνα, τέσσερις φορές τον χρόνο επισκέπτονταν στη μικρή επαρχιακή πόλη ο έμπορος παπουτσιών, κυρίως γυναικείων και παιδικών. Είχε πάντοτε γνωριμίες με κάποιους συμπολίτες και κατέλυε στο σπίτι τους. Σε ένα δωμάτιο, κυρίως στη «σάλα» του σπιτιού, άπλωνε εκατοντάδες ζευγάρια παπούτσια, από πέδιλα έως παντόφλες, μπότες, σκαρπίνια. Οι γυναίκες της κωμόπολης επισκέπτονταν την «έκθεση», δοκίμαζαν, διάλεγαν, αγόραζαν, συχνά πάλι με δόσεις. Ηταν η εποχή που είχε τελειώσει η αυτοκρατορία του τσαγκάρη, που πήγαινες, έπαιρνε τα μέταρα που διάλεγες από φιγουρίνια και σε ένα μήνα είχες τα υποδήματα που λαχταρούσες. Εμείς τα παιδιά, στα πρώτα σκαρπίνια που παραγγείλαμε, ζητήσαμε να είναι και «τριζάτα», ώστε, διαβαίνοντας τη γειτονιά, να κάνουμε ηχηρή την παρουσία μας στις κοπελιές!
Ηταν μεγάλη τύχη μια κωμόπολη μετά τον πόλεμο και την Κατοχή να έχει γιατρό. Μαμές έκαναν τις γέννες και πρακτικοί γιατροί παρήγαγαν ή διέθεταν αλοιφές, παυσίπονα, διουρητικά, αλλά και «κλάπες», μικρές σανίδες που φυλάκιζαν σπασμένα πόδια και χέρια και ένας επίδεσμος κρατούσε τη σανίδα στο πόδι ή το χέρι τεντωμένα, ώστε να «δέσουν»!
Θυμάμαι πως, όταν έβγαλα τη «χρυσή», η μαμή του χωριού μέσα στην Κατοχή έκοψε ένα λεμόνι και με τη φλούδα κομμένη, έτσι ώστε να είναι κοφτερή, μου έκοψε πίσω από το επάνω χείλος έναν χαλινό και η κιτρινίλα πέρασε.
Τώρα όλες αυτές οι ανάγκες περνούν από την τηλεόραση και η πληροφορία είναι αρκούντως επιστημονική. Αλλά έχω παρατηρήσει πως, μέσα στην πληθώρα πληροφοριών, τα νέα παιδιά φοβούνται και πανικοβάλλονται: ίσως γιατί, όπως η γενιά μου, δεν έχουν εμπειρία!