Ο διπλός εκλογικός σεισμός του 2012 (Βούλγαρης - Νικολακόπουλος 2014) σηματοδότησε το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου και την είσοδο της χώρας και του πολιτικού συστήματος στην επόμενη φάση. Η συντριβή των δύο μεγάλων κομματικών σχηματισμών και ιδιαίτερα η κατάρρευση του επιδραστικότερου μεταπολιτευτικού πολιτικού φορέα του ΠΑΣΟΚ φάνταζε αδιανόητη δύο χρόνια πριν τον Μάιο του 2010, όταν υπεγράφη η πρώτη δανειακή σύμβαση της χώρας με το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ.
Με την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου οι κοινωνικές αντιδράσεις και οι απεργιακές κινητοποιήσεις υπήρξαν άμεσες, ενώ εντάθηκαν ακόμη περισσότερο με την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, γεγονός που οδήγησε στην έκρηξη του κινήματος των Αγανακτισμένων, στα πρότυπα της Αραβικής Ανοιξης και των αντίστοιχων κινητοποιήσεων στην Ισπανία.
Από εκείνη τη στιγμή η χώρα εισήλθε σε μία μόνιμη κατάσταση διαδηλώσεων με επίκεντρο την Πλατεία Συντάγματος, που παρά τον αρχικό ειρηνικό τους χαρακτήρα, όπου κυριαρχούσαν οι άτυπες λαϊκές συνελεύσεις και τα αιτήματα άμεσης δημοκρατίας, αμαυρώθηκαν στη συνέχεια από προπηλακισμούς σε βάρος πολιτικών προσώπων και τον τραγικό θάνατο τριών υπαλλήλων της τράπεζας MARFIN κατά τη διάρκεια συλλαλητηρίου.
Η χώρα βυθίστηκε σε πολιτικό χάος, το έλλειμμα ηγεσίας ήταν ολοφάνερο, ενώ μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού είχε απολέσει πλέον την εμπιστοσύνη του στο σύνολο του πολιτικού προσωπικού και άρχισε να αναζητά εναλλακτικούς τρόπους πολιτικής έκφρασης και αυτοοργάνωσης.
Ο χιλιοειπωμένος τις προηγούμενες δεκαετίες όρος «κρίση» αποκτούσε κυριολεκτική σημασία, ενώ την ίδια στιγμή είχε εισαχθεί στον πολιτικό λόγο μια άνευ προηγουμένου ρητορική μίσους που περιλάμβανε χαρακτηρισμούς όπως προδότες, κατοχικές κυβερνήσεις και κρεμάλες.
Ταυτόχρονα και ως απάντηση σε αυτή τη ρητορική ενέσκηψε και απόκτησε κεντρικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση η έννοια του λαϊκισμού ως πολιτικής ιδεολογίας και πρακτικής, που χαρακτηρίζεται από ανευθυνότητα, αντιστρατεύεται τον ορθολογισμό και κατ' επέκταση την ίδια τη δημοκρατία.
Κατ' άλλους, ωστόσο, το «λαϊκιστικό φαινόμενο αποτελεί συστατικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικότητας, μια μορφή κινητοποίησης που παράγεται στα κενά της συσσωμάτωσης των αποκλεισμένων ομάδων και στρωμάτων του πληθυσμού». (Σταυρακάκης, 2019)
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οδηγηθήκαμε στις εκλογές της 6ης Μαΐου. Το διακύβευμα πλέον ήταν η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη αλλά και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνολικά.
Η ανατροπή που ακολούθησε ήταν πρωτοφανής για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 4,6% του 2009 εκτοξεύτηκε στο 16,8% και στο 26,9% στις εκλογές που ακολούθησαν τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Το ΠΑΣΟΚ περιορίστηκε στην τρίτη θέση και στο 13,2% από το 43,9% του 2009, χάνοντας τριάντα ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες της εκλογικής του δύναμης, μέσα σε τρία χρόνια. Πρόκειται για την πιο ραγδαία και σύντομη μετατόπιση εκλογικού σώματος η οποία απέκτησε συγκεκριμένο διεθνή όρο «pasokification», ο οποίος έκτοτε χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει αντίστοιχες μειώσεις που υπέστησαν πολλά άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα.
Η ΝΔ κατάφερε μεν να αναδειχθεί πρώτη δύναμη με το ισχνό όμως 18,85%, ενώ τρεις νέοι σχηματισμοί κατάφεραν να εισέλθουν στην Ελληνική Βουλή, η οποία πλέον αριθμούσε επτά κοινοβουλευτικά κόμματα. Μελανό σημείο και κηλίδα στη σύγχρονη κοινοβουλευτική ιστορία του τόπου αποτέλεσε η είσοδος του περιθωριακού νεοναζιστικού μορφώματος ως απότοκο αυτής της ταραγμένης πολιτικής περιόδου που γνώρισε ο τόπος.
Σήμερα, 10 χρόνια μετά, η ηγεσία της ΧΑ βρίσκεται στη φυλακή, ένα όμως από τα ηγετικά της στελέχη, ο Κασιδιάρης, καταγράφει με τον καινούργιο σχηματισμό, που έχει δημιουργήσει, ποσοστά περί του 1,5% στις δημοσκοπήσεις φιλοδοξώντας να αφυπνίσει πυρήνες του χώρου που βρίσκονται σε πολιτική ύπνωση, φαίνεται όμως ότι διαθέτουν ακόμη κοινωνικά ερείσματα που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη συνεχιζόμενη οικονομική δυσπραγία που προκάλεσε η πανδημία και η πρόσφατη έκρηξη των τιμών της ενέργειας.
Η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ έχουν πλέον διαλυθεί, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί με μια νέα ηγεσία, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εδραιωθεί παρά τη φθορά που επέφερε η κυβερνητική του θητεία στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ η κυβερνητική ΝΔ αποδείχθηκε το κόμμα με την ισχυρότερη πολιτική βάση και τις βαθύτερες ρίζες στο εκλογικό ακροατήριο.
Η περίοδος που διανύουμε σε καμία περίπτωση δεν συνιστά την επιστροφή στην κανονικότητα που ευαγγελίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019.
Δέκα χρόνια, ωστόσο, μετά τον εκλογικό σεισμό των διπλών εκλογών του 2012 που άλλαξαν τον πολιτικό χάρτη, αυτό που ακόμη παραμένει είναι το έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες και ένας υφέρπων αντισυστημισμός που είναι έτοιμος να πυροδοτηθεί με διάφορες αφορμές.
Ταυτόχρονα όμως αυτά τα 10 χρόνια κατέδειξαν τις μεγάλες αντοχές, την προσαρμοστικότητα και την ωριμότητα της μεγάλης πλειοψηφίας που ελληνικού λαού που, παρά τις όποιες παρεκκλίσεις και πιθανές διαφοροποιήσεις, απέδειξε ότι διαθέτει ισχυρά κοινωνικά αντανακλαστικά και βαθιά δημοκρατική συνείδηση.
Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι πολιτικός επιστήμονας / διευθυντής ερευνών GPO