Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οι μεταλλάξεις του κορωνοϊού και οι ανακοινώσεις φαρμακευτικών εταιρειών πως θα καθυστερήσει η παραγωγή των εμβολίων επιβάρυναν το κλίμα στις χρηματιστηριακές αγορές διεθνώς, με την εγχώρια αγορά να υπεραποδίδει για μία ακόμη φορά στην πτώση. Η περασμένη εβδομάδα ήταν η δεύτερη συνεχόμενη πτωτική για τον Γενικό Δείκτη του ΧΑ, ο οποίος υποχώρησε κατά 1,41%, διευρύνοντας τις απώλειες από την αρχή του 2020 στο -3,71%. Από την άλλη πλευρά, οι τραπεζικές μετοχές με οριακή άνοδο (+0,13%) πέτυχαν να διατηρήσουν την πτώση τους τον Ιανουάριο λίγο κάτω από το 8%.
Πωλητές εμφανίστηκαν και στην αγορά των ομολόγων, με την απόδοση του 10ετούς κρατικού τίτλου να ενισχύεται στα επίπεδα του 0,68%, αποκρινόμενη από τα ιστορικά χαμηλά της. Σύμφωνα με αναλυτές, όσο δεν υπάρχει ορατότητα για το τέλος της υγειονομικής κρίσης, οι αγορές θα ταλαιπωρούνται. Περίπου δέκα μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας στην ευρωζώνη, η κατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ελεγχόμενη, υπό την απειλή των μεταλλάξεων και της καθυστέρησης επίτευξης της ανοσίας της αγέλης μέσω των εμβολίων κατά της COVID-19.
Την ίδια στιγμή, τα δημοσιονομικά περιθώρια στην Ελλάδα για στήριξη της οικονομίας στενεύουν, καθιστώντας απαραίτητη την επιστροφή στην κανονικότητα. Ηδη η εγχώρια αγορά μετρά σε μεγάλο μέρος της πέντε μήνες lockdown από τα μέσα του περασμένου Μαρτίου, με τους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης να πλήττονται περισσότερο από κάθε άλλον. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι 1 στα 3 δάνεια που έχουν ενταχθεί σε καθεστώς αναστολής πληρωμών από τις τράπεζες προέρχεται από επιχειρήσεις των δύο αυτών τομέων.
Εν τω μεταξύ την περασμένη Παρασκευή ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch επιβεβαίωσε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα «BB» με σταθερές προοπτικές. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, η αξιολόγηση της Ελλάδας αντανακλά το υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματός της, τα οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο των χωρών με αξιόχρεο «BB» και «BBB», καθώς και τις επιδόσεις διακυβέρνησής της που είναι υψηλότερες από τις περισσότερες χώρες με μη επενδυτική διαβάθμιση.
Από την άλλη, ωστόσο, οι αναλυτές του οίκου τονίζουν για την Ελλάδα πως παρουσιάζει αδύναμη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα και υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν τον βαθμό εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ακόμη και μετά το σοκ στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά από την πανδημία της COVID-19 και τους κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές.
Σύμφωνα με την έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2020 η πανδημία δημιούργησε ένα περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας ως προς την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων και τις προβλέψεις των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεταβλητών.
Ειδικότερα, η κεντρική τράπεζα σημειώνει πως η υιοθέτηση έντονα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική στήριξαν την οικονομία, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα. Εντούτοις, οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης εξαρτώνται κυρίως από την εξέλιξη της πανδημίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά στο βασικό της σενάριο σημαντική ύφεση κατά 10,0% το 2020, αλλά προβλέπει ότι στη συνέχεια το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,2% το 2021 και κατά 4,8% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.