Εχουν ή δεν έχουν οι ηθοποιοί συναισθήματα;
Εξι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες απαντούν στο περίφημο «Παράδοξο του ηθοποιού» που είχε θέσει ο φιλόσοφος Ντιντερό και στο οποίο είχαν απαντήσει η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Μια κατάδυση στο αρχείο μας που δεν θα είχε υπάρξει αν δεν είχε προκύψει λόγω της πανδημίας ο εγκλεισμός όλων στα σπίτια μας, είχε ως αποτέλεσμα «να ανακαλύψουμε» μια χειρόγραφη σελίδα του Αλέξη Μινωτή που αποτελεί απάντηση στο πασίγνωστο κείμενο του γάλλου φιλοσόφου Ντενί Ντιντερό για το αν συγκινείται ή δεν συγκινείται ο ηθοποιός. Οσο κι αν προσπαθήσαμε στάθηκε αδύνατο να θυμηθούμε με ποια αφορμή ή ευκαιρία ο αλησμόνητος ηθοποιός μάς είχε εγχειρίσει τη σχετική σελίδα. Σίγουρα όμως θα πρέπει να έχει γίνει στο μακρύ χρονικό διάστημα της φιλίας μας και της συνεργασίας μας (είχαμε την τύχη να επιμεληθούμε με τη συνδρομή του Γιάννη Βαρβέρη και του Αντώνη Φωστιέρη τον τόμο «Ο ηθοποιός Αλέξης Μινωτής» καθώς και έναν τόμο με δοκίμιά του με τον τίτλο «Πορεύεσαι κατά τέχνην». Η «ανακάλυψη» του κειμένου του Μινωτή επανέφερε στη μνήμη μας έναν τόμο που επίσης είχαμε επιμεληθεί με τον τίτλο «Κατίνα Παξινού - Αλέξης Μινωτής: Πολύχρονος πηγαιμός για μιαν Ιθάκη», τόμο που περιελάμβανε στις σελίδες του το ένα από τα τρία κείμενα που είχε γράψει σε όλη της τη ζωή η Παξινού και συνιστά ουσιαστικά μιαν απάντηση στο ερώτημα του Ντιντερό. Δύο ιστορικά πλέον κείμενα που τα θεωρήσαμε ως ένα εξαιρετικό έναυσμα προκειμένου να επιχειρήσουμε την έρευνα με τις απαντήσεις των έξι επίλεκτων στελεχών της ελληνικής θεατρικής σκηνής. Σε όλες τις τέχνες υπάρχει άλλοτε μια κλωστή κι άλλοτε ένα χοντρό σκοινί που ενώνει μορφές και γενιές και κάνει τον χρόνο όσο κι αν βυθίζεται στο απώτατο παρελθόν να επανέρχεται ως σημερινός. Ακόμη και όταν διαφέρουν μεταξύ τους οι ταξιθετήσεις και οι εκτιμήσεις σε σχέση με πρόσωπα και πράγματα, δεν παύουν όλες τους να έχουν τον ίδιο κοινό γεννήτορα.
g
Ρένη Πιττακή
«Ο ηθοποιός φορτίζεται, ο βαθμός ποικίλλει»
Νόμιζα ότι η κουζίνα της δουλειάς μου είναι ενδοοικογενειακή υπόθεση ηθοποιών, σκηνοθετών και θεατρολόγων. Από τη φιλοσοφική θεώρηση του Ντιντερό που έθεσε θεωρητικά το ζήτημα της συγκίνησης του ηθοποιού και τον τρόπο μετάδοσής της στο κοινό, ως την απάντηση του Αλέξη Μινωτή, μέσα από την πολύχρονη και πολύτροπη εμπειρία του έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι.
Τις θεωρητικές προσεγγίσεις τις μελετώ, δεν ξέρω όμως ως ποιον βαθμό μπορεί να υιοθετούνται ερήμην μου, αφού συνειδητά (επηρεασμένη από τον Κουν) απέχω από προγραμματικές αυθυποβολές και ό,τι σχετικό. Θεωρώ ότι ο ηθοποιός φορτίζεται συναισθηματικά, φαντασιώνοντας ανάλογα τον ρόλο που υποδύεται, αλλά ο βαθμός πραγματικής ή τεχνικής συγκίνησης, μετά δακρύων ή άνευ - κάτι που αποφεύγω έχοντας ως έναν βαθμό έμφυτη αποστασιοποίηση - ποικίλλει όπως ποικίλλει και η αντίδραση του κοινού. Εχει συμβεί πολλές φορές να νομίζω ότι ελέγχω τον βαθμό συγκίνησης που εκπέμπω και το κοινό να μένει παγερά αδιάφορο, και άλλες να λειτουργεί η διαδικασία αντίστροφα. Πρόκειται για έναν αγώνα και μια αγωνία που μας κρατάει σε εγρήγορση και σε αυτό το σημείο βρίσκεται η μαγεία της τέχνης, χωρίς να είναι το μοναδικό.
Αναρωτιέμαι όμως ποιον μπορεί να ενδιαφέρει μέσα στην πανδημία και την αγωνία των ανθρώπων να σταθούν όρθιοι, η αληθινή ή πεποιημένη συγκίνηση του ηθοποιού, και αν ένας τέτοιος προβληματισμός δεν υπονομεύει την απόλαυση του κοινού. Ως θεατής έχω ανάγκη τη μαγεία και το ταξίδι και δεν με απασχολούν οι συνθήκες μεταφοράς στο όνειρο.
g
Δημήτρης Ημελλος
«Γεννιούνται από την αλληγορική πραγματικότητα»
Τα τελευταία χρόνια με έχει απασχολήσει στη δουλειά μου ο αριστοτελικός όρος μίμησις: «μίμησις πράξεως» λέει ο Αριστοτέλης και όχι σκέτα «πράξη». Μου προξενούσε σύγχυση αυτός ο όρος, γιατί τον αντιλαμβανόμουν με την τρέχουσα έννοια, οδηγώντας τη σκέψη μου είτε στην παντομίμα είτε στην εξωτερική μίμηση προσώπων, φωνών κ.λπ. και αναρωτιόμουν, πώς είναι δυνατόν ο Αριστοτέλης να εννοεί κάτι τέτοιο. Οταν αργότερα σπούδαζα στη Ρωσική Ακαδημία, συναντήθηκα κι εκεί με έναν άλλο παράξενο όρο, τη ρώσικη λέξη «obraz» (όμπραζ) που στην κυριολεξία σημαίνει εικόνα ή απεικόνιση, που σύμφωνα με τους Ρώσους, αποτελεί το βασικό ζητούμενο ενός καλλιτέχνη. Και τότε πάλι το αντιλαμβανόμουν ως μία απλή απεικόνιση ή στην καλύτερη περίπτωση ως στεγνή φόρμα, οδηγούμενος αντίστοιχα στη στείρα εικονοπλασία ή τον φορμαλισμό. Πολύ αργότερα άρχισα να υποπτεύομαι, ότι αυτές οι δύο έννοιες πιθανόν να συγγενεύουν στην καλλιτεχνική τους έννοια, η οποία να έχει σχέση με τη «σκηνική γλώσσα» που χρησιμοποιούμε για να αφηγηθούμε κάτι. Επί παραδείγματι η γυναίκα στον καμβά του Πικάσο δεν είναι κάποια γυναίκα που τη συναντά κανείς στη ζωή, αλλά η «μίμησίς» της, η αλληγορική της απεικόνιση, με τη ζωγραφική γλώσσα που βρήκε ο Πικάσο, για να αφηγηθεί τη γυναίκα στον καμβά του. Παρομοίως, μίμηση στο θέατρο είναι η σκηνική γλώσσα που χρησιμοποιούμε, προκειμένου να αφηγηθούμε τη σκηνική δράση, τη σκηνική σύγκρουση και τα σκηνικά γεγονότα και συναισθήματα που προξενούνται, η φύση των οποίων, ναι μεν μοιάζει, αλλά δεν είναι ίδια με αυτή που έχουν στη ζωή, όπως και η γυναίκα στον πίνακα του Πικάσο. Ο ηθοποιός λοιπόν φυσικά και έχει συναισθήματα πάνω στη σκηνή, όπως και στη ζωή, με τη διαφορά ότι τα πρώτα είναι σκηνικά συναισθήματα εντελώς διαφορετικής φύσης από τα άλλα, της ζωής. Γιατί γεννιούνται από την αλληγορική πραγματικότητα που έχει η σκηνή, όπως και ο ίδιος ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή δεν είναι ο ηθοποιός - άνθρωπος στη ζωή του, αλλά η επί σκηνής αλληγορία του, η παραβολή του - η «μίμησίς» του.
g
Χρήστος Λούλης
«Συνδημιουργός ή απλό χρώμα;»
Θυμάμαι τον Λευτέρη Βογιατζή να μου λέει «τι φαντάζεσαι πως νιώθει το κόκκινο, σε έναν πίνακα του Μοντιλιάνι; Το μπλε, το μοβ;». Κι άρχισα να το σκέφτομαι. Και σκέφτηκα τον Μοντιλιάνι να διαπραγματεύεται με τα χρώματα στην παλέτα. Αυτά, συγκινημένα με την ιδέα, άλλο λιγότερο κι άλλο περισσότερο, να παζαρεύουν το πού και πόσο θα μπουν. Στο αν το πινέλο θα τα απλώσει απαλά ή σκληρά επάνω στον καμβά. Και κατάλαβα αμέσως πως τέχνη δεν θα υπήρχε.
Φανταστείτε τώρα κι εσείς στη θέση του Μοντιλιάνι τον σκηνοθέτη μιας παράστασης και τους ηθοποιούς στη θέση των χρωμάτων. Να εξαρτάται η επίδοση και ο επαγγελματισμός ενός ηθοποιού από το πόσο συνεπαρμένος είναι από αυτό που νιώθει. Κι αν ο ηθοποιός αρχίσει να διαφωνεί επειδή θέλει να «νιώθει» πάνω στη σκηνή πράγματα που του αρέσουν; Αν ο ηθοποιός έχει φτιάξει τη δική του «σύμβαση» με το «κοινό του» και του επιτρέπεται να νιώθει μόνο συγκεκριμένα πράγματα; Τι γίνεται τότε; Είναι άνθρωπος ή εργαλείο; Συνεργάτης η υπάλληλος; Συνδημιουργός η απλό χρώμα;
Κι εγώ θέλω να νιώθω πάνω στη σκηνή. Και το ξέρω πως υπάρχουν κι αυτοί που παίζουν δείχνοντας πόσο ωραία νιώθουν κι οι θεατές μένουν ασυγκίνητοι. Δεν θέλω να είμαι έτσι. Δεν είμαι έτσι. Τότε τι είμαι; Είμαι το «μέσον» μεταξύ συγγραφέα και κοινού; Πώς γίνεται αυτό; Και πού να τη βρω τόση αθωότητα για να αντέξω τα χρόνια που έρχονται; Πού θα βρω τη ζωή που χρειάζεται η τέχνη; Και την ευχαρίστηση πού θα τη βρω; Πόσα μπορώ να κάνω; Πόσα μπορώ να γίνω; Πόσα διαφορετικά χρώματα μπορούν να υπάρχουν μέσα μου ανά πάσα στιγμή; Πώς θα αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο και ανοιχτό να περάσουν από μέσα μου τα νοήματα του κόσμου για να τα νοιώσει το κοινό;
Ενας ηθοποιός, νομίζω, έγραψε ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Εγώ δεν είμαι ποιητής, είπε, είμαι στιχάκι. Είμαι στιχάκι της στιγμής, πάνω σε τοίχο φυλακής και σε παγκάκι. Εγώ απλώς θα προσέθετα, είμαι ηθοποιός.
(Σ.τ.σ: το τραγούδι είναι του Νίκου Παπάζογλου, σε στίχους του Λάζαρου Ανδρέου, ηθοποιού του ΚΘΒΕ).
g
Μπέττυ Αρβανίτη
«Προτιμώ τη δράση και την επιθυμία»
Ισως είναι το μοναδικό επάγγελμα που το υλικό του είμαστε εμείς ολόκληροι, εξωτερικά και εσωτερικά, με όλες τις γνώσεις και τις εμπειρίες μας, τα σκοτεινά και τα φωτεινά στοιχεία αυτού που λέγεται εαυτός μας. Αυτά τα υλικά χρησιμοποιούμε (και δεν είναι τυχαία η λέξη) για να λειτουργήσουμε προκειμένου να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε έναν ρόλο. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει εξάσκηση εξωτερική και εσωτερική. Οπως λοιπόν ασκούμε το σώμα μας ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των επιλογών μας που αφορούν έναν συγκεκριμένο ρόλο, έτσι ασκούνται, καλλιεργούνται και τα συναισθήματά μας. Και εδώ επεμβαίνει αυτό που λέει ο Ντιντερό στο «παράδοξο του ηθοποιού» και που βασίζεται στην απόσχιση και όχι στην ταύτιση. Ο ηθοποιός πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί και να επιλέγει τις δόσεις (!) και το είδος των αισθημάτων του την ίδια στιγμή που γεννιούνται. Ταυτιζόμενος δεν έχει ούτε τη διαύγεια, ούτε την ικανότητα για μια ανώτερη πνευματική και όχι μόνο λειτουργία ερμηνείας, δηλαδή δημιουργικής διαδικασίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι φτιάχνει μια συγκεκριμένη αμετακίνητη παρτιτούρα, που επαναλαμβάνει ψυχρά. Αντίθετα, ένας έμπειρος ηθοποιός επιτρέπει ελευθερίες και ρίσκα στη διαδικασία της πρόβας αλλά και της παράστασης, γιατί καμία παράσταση δεν είναι ακριβώς η ίδια με την προηγούμενη, εφόσον η τέχνη του θεάτρου βασίζεται στη ζωντανή παρουσία και στο εδώ και τώρα. Ομως με αυτές τις ελευθερίες και τα ρίσκα και μέσα από αυτές μπορεί ο ηθοποιός να ανοίξει δρόμους για μεγαλύτερο βάθος της ερμηνείας του και συγχρόνως να αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία εκπλήσσοντας, μερικές φορές, και τον ίδιο του τον εαυτό. Αρκεί να εξακολουθεί να έχει την εποπτεία αυτής της διαδικασίας.
Αρα η ταύτιση δεν αποτελεί καλλιτεχνική λειτουργία. Βέβαια ένας νέος ηθοποιός πολλές φορές χρησιμοποιεί προσωπικές εμπειρίες προκειμένου να προκαλέσει συναισθήματα, αυτό όμως είναι ένα στάδιο συναισθηματικής εκπαίδευσης, ώστε να αποκτήσει κανείς μια μεγαλύτερη και ευκολότερη πρόσβαση σε μια ευρύτερη γκάμα συναισθημάτων.
Ομως εγώ προσωπικά δεν εκτιμώ ιδιαίτερα την έννοια «συναίσθημα», προτιμώ την έννοια «δράση», δηλαδή την ενέργεια και επιθυμία, το «θέλω» του ρόλου. Οι Αγγλοι λένε acting, εμείς «παίζω».
g
Λυδία Φωτοπούλου
«Βοηθός του ηθοποιού είναι το μυαλό»
Αναμφίβολα η συγκίνηση είναι ένα ζητούμενο στην επικοινωνία που συντελείται ανάμεσα στον θεατή και τον ηθοποιό. Συγκίνηση με την κυριολεκτική έννοια, συν-κινούνται, μαζί δηλαδή και την ίδια στιγμή, προς μια εμπειρία. Παρ' όλο όμως που η συγκίνηση είναι ένα ζητούμενο, δεν είναι «υποχρεωτικό» να συμβαίνει στον ηθοποιό την ίδια ώρα, με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο. Η ευαισθησία και η γνώση τού τι σε συγκινεί είναι χρήσιμα εργαλεία στον ηθοποιό, όσο διαμορφώνει και γυμνάζει το μυαλό του, όσο φτιάχνει την κοσμοθεωρία του, όσο εμβαθύνει στον άνθρωπο και στον κόσμο, που είναι τα αντικείμενα της έρευνάς του. Παρ' όλο που ο ηθοποιός την ώρα της παράστασης εκτελεί μια σωματική λειτουργία, τον καιρό της προετοιμασίας η εργασία του είναι πνευματική. Εχει δύο οδηγούς. Τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη.
Ο ουσιαστικός βοηθός του όμως οφείλει να είναι το μυαλό του και ένα υπάκουο νευρικό σύστημα. Πιστεύω ότι η θεατρική ευφυΐα και όχι το συναίσθημα μπορεί να οδηγήσει έναν ηθοποιό σε μια μεγάλη ερμηνεία. Μπορεί ο θεατής να συγκινείται από έναν μεγάλο έρωτα που διαδραματίζεται μπροστά του, μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα, αλλά ο ηθοποιός, λέγοντας το κείμενο του συγγραφέα και ακολουθώντας τη σκέψη του σκηνοθέτη, να μιλάει για κάτι άλλο, πολύ προσωπικό, άσχετο με τον έρωτα και απέραντα αληθινό. Με απόλυτη ψυχραιμία, με πεντακάθαρη σκέψη και την ίδια στιγμή γυμνός και ευάλωτος μπροστά στα ανθρώπινα.
g
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Ο εμπειρικός νευρολόγος
Στην ευθεία ερώτηση «συγκινείται ο ηθοποιός;» η άμεση απάντηση είναι «όχι, δεν συγκινείται» - μάλλον προς απογοήτευση των θεατών, οι οποίοι θαυμάζουν τους ηθοποιούς να πάσχουν επί σκηνής - «μα πώς το κάνουν;» αναρωτιούνται, «πώς ζουν στ' αλήθεια τον θάνατό τους στη σκηνή, πώς κλαίνε, πώς οδύρονται, πώς γίνονται κομμάτια;». Μην απογοητεύστε, αγαπητοί θεατές, η πραγματική λειτουργία του ηθοποιού είναι όντως άξια θαυμασμού - απλώς για άλλους λόγους. Αυτό που είναι θαυμαστό στο θέατρο δεν είναι η αλήθεια του, είναι το ψέμα του. Το ειλικρινές ψέμα του. Οι μέθοδοι υποκριτικής είναι πολλές, κάθε ηθοποιός έχει από μία. Είναι περισσότερο μια τέχνη εμπειρική, μαθαίνεις δουλεύοντας. Ετσι κι εγώ, νέος ηθοποιός, θυμάμαι να πασχίζω επί σκηνής, στη «Σαλώμη» του Μαυρίκιου, χρησιμοποιώντας ό,τι είχα μάθει στη σχολή του Εθνικού, να κλάψω τον «πεθαμένο» Νίκο Καραθάνο. Προσπαθούσα - ανεπιτυχώς - να «συγκινηθώ». Χρησιμοποίησα ως υλικό μέχρι και την κηδεία του πατέρα μου - που τότε ζούσε ακόμα - για να νιώσω, να αισθανθώ τη βαθιά θλίψη του θανάτου. Εις μάτην.
Επρεπε να περάσουν κάποια χρόνια, να πέσει στα χέρια μου «Το Παράδοξο με τον Ηθοποιό» του Diderot - θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές θεάτρου από την πρώτη μέρα - να δουλέψω πολύ, ώρες προβών ατέλειωτες, για να καταλήξω να εξηγήσω τη λειτουργία του ηθοποιού, όπως την αντιλαμβάνομαι: είναι κυρίως νευρολογική. Ο εκπαιδευμένος ηθοποιός είναι σαν τον αθλητή, το εργαλείο του είναι το σώμα του. Αλλά όχι τόσο το έξω, όσο το μέσα, το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Αυτό που κάνει ο ηθοποιός, πολλές φορές ακόμα και χωρίς να το αναγνωρίζει, είναι να επεμβαίνει εκούσια στο ΚΝΣ και να το οδηγεί να αντιδράσει σαν να υπήρχε ένα ερέθισμα, χωρίς να υπάρχει απολύτως τίποτε, παρά μόνον η εγρήγορση και η ενέργεια του σώματος. Κάθε τι που αισθανόμαστε έχει ένα καθρέφτισμα στο σώμα, το κλάμα, το γέλιο, τις εκφράσεις θυμού ή φόβου. Στους άλλους ανθρώπους ο δρόμος αυτός είναι μονόδρομος, από μέσα προς τα έξω, αισθάνομαι - αντιδρώ. Οι ηθοποιοί γνωρίζουν ότι ο δρόμος είναι διπλής κυκλοφορίας: αντιδρώ - αισθάνομαι. Και μπορώ να αντιδράσω χωρίς καν να υπάρχει ερέθισμα, μπορώ να προκαλέσω την όποια αντίδραση επιθυμώ.
Το ενδιαφέρον είναι πως το ΚΝΣ δεν καταλαβαίνει τη διαφορά: για τον εγκέφαλο το κλάμα είναι κλάμα, το γέλιο, γέλιο, οι υψηλοί σφυγμοί πραγματικοί. Σκεφτείτε, ας πούμε, τις «Σχολές Γέλιου» στην Ινδία, όπου, με έναν δάσκαλο οι μαθητές συγκεντρώνονται και ασκούνται στο να γελούν. Δοκιμάστε να γελάσετε - άνευ ερεθίσματος, αλλά ειλικρινώς -, θα σας γεμίσει ένα αίσθημα ευφορίας! Κι έτσι, στο τέλος της παράστασης, αυτό που έχει μείνει στον άνθρωπο που λίγο πριν έκλαιγε και χτυπιόταν στη σκηνή, είναι μια κούραση σωματική, μαζί με υπερδιέγερση. Αλίμονο αν έμεναν η λύπη και η συγκίνηση - ποιος θα άντεχε να ζει τον θάνατό του κάθε μέρα; Και στο σώμα έχουν απλωθεί οι ορμόνες της σωματικής άσκησης, ενδορφίνη, ντοπαμίνη, αυτές που μας οδηγούν στο να λέμε «Να ΠΑΙΖΕΙΣ στη σκηνή! Τι ηδονή!».
Ο ηθοποιός είναι λοιπόν στη λειτουργία του σαν αθλητής και στα εργαλεία του σαν εμπειρικός νευρολόγος. Για να είναι όμως αληθινός καλλιτέχνης, δεν φτάνει να γνωρίζει το «πώς» πρέπει να απαντάει και στο «τι». Σε αυτό το ερώτημα η μέθοδος είναι άλλη, όμοια σε όλους τους ανθρώπους: μεγαλώνεις, παρατηρείς, καλλιεργείσαι, ωριμάζεις πνευματικά, βαθαίνεις ψυχικά, βρίσκεις το δικό σου αποτύπωμα, τη δική σου ματιά στον κόσμο. Κι ο θεατής, μέσα στο σκοτάδι της πλατείας, σε θαυμάζει για αυτά τα αξιοθαύμαστα που κάνεις. Αλλά σε αγαπά για αυτό που είσαι.
