«Ο φόβος είναι να μην σε ακούν όταν έχεις κάτι να πεις»
Ο άγγλος συγγραφέας μιλάει για το νεότερο μυθιστόρημά του «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», όπου ο διάσημος αμερικανός σκηνοθέτης συναντιέται με την Καλλιστώ Φραγκοπούλου στη Λευκάδα και τη Μαδουρή
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Για τους αναγνώστες που είναι αποφασισμένοι να του συγχωρούν ακόμη και τις παρεκβάσεις από τον άξονα της μυθοπλασίας, ο Τζόναθαν Κόου διασώζεται μονίμως από το χιούμορ. Από το «λοξό» ειρωνικό βλέμμα και τη συγκατάβαση μπροστά στην τυχαιότητα, όταν το μόνο που μπορεί να αντιπαραθέσει είναι να αγαπήσει τους χαρακτήρες του και να τους αφήσει εκτεθειμένους σε κοινωνίες εκτεθειμένες στην αλλαγή. Ισως στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» (μτφ. Αλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες, το χιούμορ να μη στέκεται στο ίδιο ύψος με παλαιότερα μυθιστορήματα (με σίγουρη εξαίρεση τη σκηνή της συνέντευξης του Μπίλι Γουάιλντερ από δημοσιογράφο κερκυραϊκής εφημερίδας). Αυτό δεν αλλοιώνει τη θερμοκρασία του βιβλίου, όπου μέσα από στιγμές, παύσεις και φλας μπακ σκιαγραφείται το «ύστερο ύφος», κατά την έκφραση του Εντουαρντ Σαΐντ, τουλάχιστον δύο χαρακτήρων. «Για μια εκ φύσεως ανυπόμονη γυναίκα σαν εμένα, ένα ολόκληρο λεπτό ακινησίας είναι υπερβολικά πολύς χρόνος» λέει η Καλλιστώ στην αρχή. Ενα λεπτό ακινησίας μπορεί να είναι επίσης αιώνας για τον 60χρονο Κόου, ο οποίος στη συνέντευξή μας αναφέρει ότι η αγωνία του μυθιστορηματικού Γουάιλντερ δεν απέχει από την αγωνία του δημιουργού του. Ηδη στη «Μέση Αγγλία» διαφαινόταν το δημιουργικό άγχος ενός συγγραφέα που ακόνισε το κωμικό ύφος του στην παράδοση των Εβελιν Γουό και Κίνγκσλεϊ Εϊμις, για να προλάβει τα πρώτα σύννεφα της πολιτικής ορθότητας πάνω από το είδος.
Για τις ανάγκες του σκηνικού στο νεότερο βιβλίο ο Κόου «επιστρέφει» στο καλοκαίρι του 1977, όταν η Καλλιστώ Φραγκοπούλου αναχωρεί από́ την Αθήνα για τις ΗΠΑ. Μετά το ταξίδι της βρίσκεται στη Λευκάδα και το νησάκι Μαδουρή, το οποίο έχει μετατραπεί σε κινηματογραφικό́ πλατό, για να γυρίσει εκεί ο Μπίλι Γουάιλντερ τη «Fedora», την πιο «ευρωπαϊκή» δημιουργία του: το έργο που αντιστέκεται στη συμπύκνωση όλων των προηγούμενων, εκείνο που προορίζεται να γίνει «σημείο αντιλεγόμενο» στη χολιγουντιανή φήμη του (ως ένα σημείο προκαλεί απορία ότι ο Κόου δεν θέλησε να αξιοποιήσει δύο στοιχεία «ευρωπαϊκότητας»: τη μουσική του Μίλος Ρόζα και τη διεύθυνση φωτογραφίας του Τζέρι Φίσερ, στενού συνεργάτη του Τζόζεφ Λόουζι). Ως βοηθός και μεταφράστρια, η Καλλιστώ θα παρατηρήσει από απόσταση αναπνοής τον διάσημο σκηνοθέτη, ο οποίος βλέπει τον χρόνο του να εκπνέει στην εποχή της ιερής νεότητας. Η Καλλιστώ τον ακολουθεί και στο Μόναχο για τα γυρίσματα των επόμενων σκηνών συντροφεύοντάς τον σε ένα ταξίδι αναμνήσεων που οδηγεί στον σκοτεινό πυρήνα της οικογενειακής του ιστορίας, στη χιτλερική Γερμανία.
Περισσότερο και από μια μελαγχολική στιγμή του Κόου το βιβλίο στέκει σαν σπουδή στην τέχνη - ειδικότερα τον κινηματογράφο. «"Ισως έχουμε ανάγκη κάποιον ξένο" είπε ο μεγαλύτερος άντρας, με ελαφρώς δουλικό ύφος, "για να παρουσιάσει την πραγματική μας εικόνα. Γι' αυτό χρειαζόμαστε την τέχνη, τελικά. Γι' αυτό χρειαζόμαστε τις ταινίες"». Ειδικά από τη στιγμή που η κινηματογραφική ψυχή του Γουάιλντερ βρίσκεται στις παύσεις, το «νεκρό χρόνο», τις αναστοχαστικές σεκάνς, την «παρέκκλιση» από την αυστηρή αφηγηματική γραμμή, το πισωγύρισμα με πλάνα στον χρόνο. Το «ύστερο ύφος» - εκείνο που πιθανότατα ξεκινάει ως υπόθεση εργασίας και για τον άγγλο συγγραφέα - δεν σημαίνει μόνο το τέλος και την καλειδοσκοπική αναδρομή. Πολλές φορές για έναν μεμονωμένο δημιουργό σημαίνει το επόμενο σχέδιό του, έστω και σε ρυθμό andante amabile: «...η ζωή συνεχίζεται. Οι συνθήκες πρέπει να είναι πολύ μα πάρα πολύ άσχημες για να σταματήσουν την πορεία της ζωής. Υπήρχε ο έξω κόσμος, ο κόσμος της πολιτικής και της ιστορίας, υπήρχε όμως κι ο εσωτερικός δικός μου κόσμος, ο κόσμος της μουσικής και της οικογένειας, κι αυτοί οι δύο κόσμοι δεν συναντήθηκαν ποτέ».
Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις σας για το σινεμά του Μπίλι Γουάιλντερ; Εγινε με τον καιρό μία αναφορά μαζί με τους συγγραφείς που ανακαλύπτατε;
Οπως πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου, ανακάλυψα το σινεμά μέσω της τηλεόρασης. Στη δεκαετία του 1970 τα βρετανικά κανάλια γέμιζαν το πρόγραμμά τους με παλιές ταινίες, πράγμα που κατέληξε μία υπέροχη - αν και κάπως τυχαία - «εκπαίδευση» στον κλασικό κινηματογράφο. Είδα τότε δύο φιλμ που λάτρεψα πραγματικά - την «Γκαρσονιέρα» και τις «Περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς» - παρατηρώντας ότι τις σκηνοθέτησε ο ίδιος άνθρωπος, φυσικά ο Μπίλι Γουάιλντερ. Αυτό ξύπνησε το ενδιαφέρον μου. Από εκείνη τη στιγμή, μαγνητοφωνούσα κάθε ταινία του όποτε κι αν προβαλλόταν - εννοώ το ηχητικό μέρος, αφού δεν είχαμε τότε βιντεοεγγραφή. Ακουγα, λοιπόν, τις ταινίες του ξανά και ξανά, σε σημείο που είχαν πάνω μου μεγαλύτερη επίδραση από οποιοδήποτε μυθιστόρημα διάβαζα εκείνη την περίοδο.
Τι είναι αυτό που σας αρέσει, για παράδειγμα, στην αίσθηση του χιούμορ του;
Σίγουρα αγαπώ τον κυνισμό του, την καθαρή ματιά στην ανθρώπινη φύση. Κατ' αυτή την έννοια, το «Τελευταίο ατού» είναι μία από τις μεγαλύτερες ταινίες του. Αλλά εκτιμώ επίσης το γεγονός ότι καθώς η καριέρα του προχωρούσε, αυτός ο κυνισμός συνοδευόταν από ρομαντισμό και μελαγχολία. Γι' αυτό και προτιμώ τα τελευταία του φιλμ. Για παράδειγμα, το «Avanti!» είναι ένα από τα αριστουργήματά του: μια ιστορία αγάπης όπου η αναγέννηση και η αισιοδοξία προκύπτουν από ια στιγμή θανάτου.
Στη σκηνή του εστιατορίου ο Γουάιλντερ λέει για την αναγνώριση των ταινιών του: «Είναι ωραίο συναίσθημα. Ξέρεις ότι δεν έχουν λησμονηθεί όλα όσα έχεις κάνει». Ποια θα ήταν η δική σας ειλικρινής αντίδραση στην ανάγκη της υστεροφημίας;
Δεν τη σκέφτομαι καν. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: όταν πεθάνω, το έργο μου θα ξεχαστεί. Κι αυτό δεν μ' ενοχλεί. Το σημαντικό είναι να συνεχίζεις να γράφεις όσο μπορείς, να προσπαθείς να παραμένεις νέος, με φρέσκιες ιδέες. Ο «δικός μου» Μπίλι Γουάιλντερ, το φανταστικό πρόσωπο που έχω στο βιβλίο ως χαρακτήρα, είναι απογοητευμένος επειδή οι θαυμαστές του μιλούν μόνο για τις πρώτες του ταινίες. όλοι θέλουν να του πουν πόσο έχουν αλλάξει τις ζωές τους οι ταινίες που γύρισε 20 ή 30 χρόνια πριν. Πολλές φορές συμβαίνει το ίδιο μ' εμένα: όλο και κάποιος θα δηλώσει «ο μεγαλύτερος θαυμαστής», για να αποκαλυφθεί ότι το πιο πρόσφατο βιβλίο μου που διάβασε είναι το «Τι ωραίο πλιάτσικο» (σ.σ.: του 1994). Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πως το πιο πρόσφατο βιβλίο - ή φιλμ - είναι πάντα το πιο σημαντικό για κάποιον, από τη στιγμή που συνεχίζει να γράφει.
«Νιώθεις ψυχολογικά εξουθενωμένη. Νιώθεις σαν κάποιος να σε ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου. Η ψυχή σου είναι συντετριμμένη. Η πίστη σου στην ανθρωπότητα έχει γίνει σμπαράλια. Δεν έχεις αντικρίσει ποτέ στη ζωή σου τόση ασχήμια, τόσο τρόμο στην οθόνη του κινηματογράφου». Το λέει ο Μάθιου στην Καλλιστώ μετά την προβολή του «Ταξιτζή». Είναι το αντίθετο από αυτό που βλέπετε στον κινηματογράφο του Γουάιλντερ;
Σίγουρα ήθελε οι ταινίες του να έχουν συναισθηματικό αντίκτυπο, αλλά γνώριζε ότι κινηματογράφος σήμαινε απόδραση για τους περισσότερους ανθρώπους: πήγαιναν στην αίθουσα, στο τέλος της ημέρας, για να ξεχάσουν τις έγνοιες τους, να μεταφερθούν σε μια διαφορετική πραγματικότητα δύο ωρών. Ήταν επομένως σημαντικό να προσφέρει λίγο φως, όπως και σκιά: ακόμη και στα πιο σκοτεινά, «σοβαρά» φιλμ του υπάρχει συνήθως χιούμορ. Ή ένα στοιχείο στην αφήγηση τόσο λεπτεπίλεπτο και ευφυές που ανεβάζει τη διάθεση του κοινού για λίγο, προσφέρει λίγη ελπίδα, την αναλαμπή για κάτι καλύτερο. Νομίζω πως αυτό είναι εξίσου σημαντικό σε ένα μυθιστόρημα.
Υπάρχει κάτι αυθεντικά νοσταλγικό σ' αυτό το «φθινόπωρο του Γουάιλντερ». Μπορεί το ίδιο ερώτημα - «τι μπορώ να κάνω από δω και πέρα στη ζωή μου» - να προδίδει τον τρόπο που βλέπετε κι εσείς το μέλλον;
Ναι, φυσικά. Εχω γράψει 13 μυθιστορήματα και ο αγγλικός Τύπος με περιγράφει ήδη σαν «παλαίμαχο πολιτικό». όταν αρχίζει αυτό, οφείλεις να προβληματιστείς: πρέπει να αρχίσεις τις ερωτήσεις «πώς μπορώ να μείνω επίκαιρος;» και «κατανοώ ακόμη τον κόσμο γύρω μου;». Ο Γουάιλντερ αντιμετωπίζει αυτές τις ερωτήσεις τη στιγμή που τον περιγράφω. Αλλά και η άλλη βασική ηρωίδα, η Καλλιστώ, αφηγείται την ιστορία από την οπτική της όψιμης μέσης ηλικίας. Είναι 57, οι κόρες της έχουν φύγει από το σπίτι και ο μητρικός ρόλος που ασκεί τα τελευταία 20 χρόνια δεν χρειάζεται πλέον. Εχω φτάσει στο ίδιο σημείο με τις κόρες μου. Τώρα πρέπει να βρεις μια διαφρετική σχέση με τα παιδιά σου - κι αυτό δεν είναι πάντοτε εύκολο.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία είναι το «σενάριο μέσα στην αφήγηση», όπου ο Γουάιλντερ αφηγείται το διωγμό από τη ναζιστική Γερμανία. Πώς δουλέψατε με αυτό; Ηρθε νωρίς ή αργά στη μυθοπλασία;
Ηρθε πολύ αργά. Κανονικά σχεδιάζω κάθε πτυχή των βιβλίων μου από πριν, αλλά αυτό προέκυψε ως αυτοσχεδιασμός. Υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι στη ζωή του Γουάιλντερ - η έξοδος από τη ναζιστική Γερμανία το 1933 - που απλώς δεν μπορούσε να το διηγηθεί η Καλλιστώ, καθώς δεν ήταν εκεί, δεν είχε καν γεννηθεί. Πώς θα το έλεγα; Με έναν μεγάλο μονόλογο του Γουάιλντερ; Πολύ βαρετό. Γι' αυτό και πειραματίστηκα γράφοντας καναδυό επεισόδια με τη μορφή κινηματογραφικού σεναρίου, γεγονός που λειτούργησε. Και μετά σκέφτηκα «ωραία, θα γράψω όλη τη σκηνή με τον ίδιο τρόπο, και τις 60 σελίδες, δεν θα αρέσει καθόλου στον εκδότη μου, αλλά όλο και κάτι καλύτερο θα σκεφτούμε αργότερα». Στην πραγματικότητα άρεσε σε όλους και αρκετοί πλέον θεωρούν ότι είναι το πιο πετυχημένο τμήμα του βιβλίου. Εδώ που τα λέμε, αν θέλει να διασκευάσει κάποιος το βιβλίο σε ταινία, έχει γίνει η μισή δουλειά...
Ποια μυθιστορήματα για τις τελευταίες ημέρες ενός ήρωα θυμάστε; Ή και ταινίες;
Εκτός από τον Γουάιλντερ ο μεγαλύτερος ήρωάς μου είναι ο Χένρι Φίλντινγκ, ο δημιουργός του «Τομ Τζόουνς». Ενα από τα λιγότερο γνωστά του βιβλία είναι το «Ταξίδι στη Λισαβόνα», που περιγράφει μια διαδρομή μέσω θαλάσσης στους τελευταίους μήνες της ζωής του, όταν ήταν άρρωστος. Ενα πανέμορφο βιβλίο - οδυνηρό, στενάχωρο, αστείο, ηρωικό. Εγινε το αγαπημένο μου με τα χρόνια, το έχω διασκευάσει και για θεατρική παράσταση.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος του μυθιστορηματικού Μπίλι Γουάιλντερ, τον οποίο δύσκολα ξεπερνά; Και ποια η βαθύτερη ελπίδα του;
Ο μεγαλύτερος του φόβος, πιστεύω, είναι ο ίδιος που στοιχειώνει κάθε καλλιτέχνη - ότι κάποια ημέρα δεν θα έχει άλλες ιδέες και τίποτε να πει. Ή, χειρότερα, ότι θα έχει κάτι να πει, αλλά κανείς δεν τον ακούει πλέον. Η μεγαλύτερη ελπίδα του ήταν να συνεχίσει να γυρίζει ταινίες. Υστερα από τη «Φεντόρα», τη στιγμή που περιγράφω στο μυθιστόρημα, μπόρεσε να γυρίσει μόλις μία ταινία. Για τα 20 τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτος ιδέες, τις οποίες δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Αυτό πρέπει να έμοιαζε με το Καθαρτήριο. Αλλά επιβίωσε με τον ίδιο τρόπο που επιβίωνε πάντα - με το χιούμορ.
Τζόναθαν Κόου
Ο κύριος Γουάιλντερ
κι εγώ
Μτφ. Αλκηστις Τριμπέρη
Εκδ. Πόλις, σελ. 352
Τιμή 17,70 ευρώ
