Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μιλάει για τον Μονέ και μεταφέρεσαι στιγμιαία στον παγωμένο Σηκουάνα του 1880. Είναι ένα ταξίδι που ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ έχει κάνει πολλές φορές με τη χρονομηχανή: «Μόλις ο Μονέ άκουσε ότι υπήρχαν παγονησίδες... στρώθηκε στη δουλειά. Ο πάγος μπορεί να μην κρατούσε ούτε μία νύχτα αφότου άρχισε η τήξη. Αυτό τον έκανε να δουλεύει πολύ γρήγορα. Οταν ο ήλιος δύει, ξέρεις ότι έχεις μόνο μία ώρα μέχρι να χαθεί το φως, κι έτσι δουλεύεις γρηγορότερα. Πρέπει να παρατηρούσε πολύ εντατικά! Οι εικόνες μπορούν να μας κάνουν να δούμε πράγματα που δεν θα παρατηρούσαμε χωρίς αυτές. Ο Μονέ μας έκανε να δούμε τον κόσμο με μεγαλύτερη σαφήνεια». Αληθώς. Αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα όλων των «ποιητών». Το ίδιο κατόρθωσε, για παράδειγμα, ο Σαίξπηρ: φώτισε αθέατους κόκκους της ανθρώπινης συνείδησης ώστε ο αναγνώστης να αναρωτιέται γιατί τους είχε παραβλέψει. Στην ίδια αναζήτηση με έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα μπορεί να σε βάλει, από την άλλη, και ένα ποίημα του Ρόμπερτ Φροστ: «Θαρρώ το ξέρω τίνος δάσος είν' αυτό. / Κείνος που το 'χει μένει ωστόσο στο χωριό· / μέσα σε τούτο τον χιονιά δεν θα με δει / που κοντοστάθηκα εδώ πέρα και κοιτώ» («Στάση, ένα απόβραδο, στο δάσος με χιονιά, μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης).
Την αυθαιρεσία των συνειρμών την επιτρέπει ο ίδιος ο βρετανός ζωγράφος - σταρ, καθώς αφηγείται την «Ιστορία των εικόνων» στο ομότιτλο βιβλίο των εκδόσεων Καπόν (μετάφραση Καρίνας Λάμψα), με συνοδοιπόρους τον τεχνοκριτικό Μάρτιν Γκέιφορντ και την εικονογράφο Ρόουζ Μπλέικ. Αποδεχόμαστε τη συνθήκη του υπότιτλου ότι είναι ένα βιβλίο «για παιδιά». Αλλά η ηλικία που θα επιλέξει κανείς ξεφυλλίζοντάς το είναι προσωπική επιλογή. Ας μη φανταστεί, εξάλλου, ότι ο Χόκνεϊ προσέρχεται σαν τον ειδικό που δανείζει τα γυαλιά του για να δουν όλοι την ίδια εικόνα. Πριν υποδείξει τα «δάνεια» της ιαπωνικής τέχνης (τις γραμμές της ξυλογραφίας και την απουσία σκιών) στον Βίνσεντ Βαν Γκογκ ο βρετανός δημιουργός γνωρίζει το ακροατήριό του. Γνωρίζει πως απευθύνεται στη «γενιά της αφής» και των τάμπλετ, μαζί με την οποία οφείλει να ξαναδιαβάσει τους πίνακες ζωγραφικής με τρόπο πρωτόγνωρο - αν δεν συνιστά κατάχρηση ο όρος, με τρόπο ποιητικό. Οπως ο πρωτόγονος του σπηλαίου, με τον οποίο ξεκινά την αφήγησή του. «Οταν δημιουργούμε εικόνες, πρέπει να παρατηρούμε προσεκτικά. Ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε έναν ταύρο στον τοίχο ενός σπηλαίου στο Λασκό, στη νοτιοδυτική Γαλλία, πριν από περίπου 17.000 χρόνια, πρέπει να κοίταξε αυτό το ζώο πολύ προσεκτικά». Η θεωρία του βλέμματος δεν μπορεί να μη διαπερνά μια τέτοια έκδοση, όπου ο Γκέιφορντ επιφορτίζεται με τον ρόλο του «πληροφοριοδότη - αναλυτή» μπροστά στον έκθαμβο Χόκνεϊ. «Για πολλά χρόνια», λέει ο τελευταίος, «αναρωτιόμουν πώς ο Καραβάτζιο - και άλλοι καλλιτέχνες - έκαναν τις εικόνες τους να μοιάζουν τόσο πραγματικές. Νομίζω ότι ο Καραβάτζιο πρόβαλλε εικόνες των μοντέλων που πόζαραν στο εργαστήρι του κατευθείαν στον καμβά του. Τα έστηνε σε καλά φωτισμένο χώρο, ίσως κοντά στο παράθυρο, ενώ εκείνος δούλευε σε σκοτεινό χώρο πίσω από έναν τοίχο ή ένα παραβάν. Η εικόνα προβαλλόταν μέσα από μια μικρή τρύπα στον τοίχο - τέλεια, αλλά ανεστραμμένη!» (το γεγονός ότι η Μπλέικ αναλαμβάνει να αναπαραστήσει οπτικά την ιστορία του Χόκνεϊ θα λύσει τα χέρια πολλών γονιών μέσα σε παιδικά δωμάτια..). Ο Γκέιφορντ, από την άλλη, συμπληρώνει προδίδοντας τη δική του πολυετή ενασχόληση: «Σε πολλές εικόνες του Καραβάτζιο εμφανίζονται οι ίδιοι άνθρωποι. Ενας άντρας με εξόγκωμα στο ρουθούνι, μεγάλο κρεμαστό μουστάκι και ψαρά μαλλιά, εμφανίζεται τουλάχιστον σε τρεις πίνακες της ίδιας περίπου εποχής».
Φωτογραφία - κινηματογράφος
Η αφήγηση του ζωγράφου και του κριτικού φτάνει ως την ανακάλυψη της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, με τα παραδείγματα να προέρχονται, εκτός άλλων, από τους Ζορζ Μελιές, Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν και Γουόλτ Ντίσνεϊ (με δεδομένο πάντως ότι ακριβώς σε αυτά τα κεφάλαια ο ρυθμός ανακόπτεται). Πριν περάσουν στο χρονοδιάγραμμα εφευρέσεων και το γλωσσάριο του επιμέτρου, ο Χόκνεϊ και ο Γκέιφορντ κάνουν την τελευταία στάση ρωτώντας πώς θα εξελιχθούν οι εικόνες, που πλέον κατακλύζουν τον οπτικό πολιτισμό με δισεκατομμύρια καρέ. Εχουν και πάλι μπροστά τους τη γενιά των smartphones, του Instagram και του Snapchat, πλατφόρμες που και ο ίδιος ο ζωγράφος έχει χρησιμοποιήσει για να παρουσιάσει πρόσφατα έργα του, εν μέσω κορωνοϊού. Εχουν απέναντί τους την εικόνα και το βλέμμα, όπως μας τα παρουσίασε με τρόπο αποκαλυπτικό ο σπουδαίος Τζον Μπέργκερ στο ομότιτλο βιβλίο του (Οδυσσέας, 1993, μτφ. Ζαν Κονταράτος και Μεταίχμιο, 2011, μτφ. Ειρήνη Σταματοπούλου): «Η οπτική αντίληψη προηγείται των λέξεων. Το παιδί βλέπει και αναγνωρίζει πριν μπορέσει να μιλήσει. Ομως η οπτική αντίληψη προηγείται των λέξεων και υπό μία άλλη έννοια. Η οπτική αντίληψη είναι εκείνη που καθορίζει τη θέση μας στον κόσμο που μας περιβάλλει· ερμηνεύουμε αυτόν τον κόσμο με λέξεις, αλλά οι λέξεις δεν μπορούν ποτέ να αναιρέσουν το γεγονός ότι περιβαλλόμαστε από αυτόν. Η σχέση μεταξύ του τι βλέπουμε και του τι γνωρίζουμε δεν είναι ποτέ σαφώς προσδιορισμένη».
Dacid Hockney & Martin Gayford
Η ιστορία
των εικόνων
Μτφ. Καρίνα Λάμψα
Εκδ. Καπόν,
σελ. 128
Τιμή 24,50 ευρώ