Το βιβλίο του Jean-Louis Cohen είναι προγραμματικά μια ιστορία της αρχιτεκτονικής για την περίοδο που αρχίζει το 1889, με έμφαση στην αρχιτεκτονική που έχει το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και γεωγραφική εμβέλεια που αποβλέπει στην παγκοσμιότητα. Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για μια κορυφαία συμβολή στην ιστοριογραφία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, όπως αυτή εξελίχθηκε στη μακρά διάρκεια του εικοστού αιώνα, που δυνάμει αρχίζει έντεκα χρόνια πριν από το 1900 και αγγίζει, μεταλλασσόμενη, τα πρώτα χρόνια του δικού μας. Και είναι κορυφαία, γιατί είναι η πρώτη ιστορία του περασμένου αιώνα που γράφεται στην αρχή του νέου από έναν αρχιτέκτονα-ιστορικό που διαμορφώθηκε στα χρόνια του μεταμοντέρνου και γεφυρώνει με τη δράση και τις πολιτισμικές αναφορές του τις δύο μεριές του Ατλαντικού.
Το 1889 δεν είναι σημαντική χρονιά για εμάς, τους Ελληνες, αλλά είναι φορτισμένη διπλά, έτσι όπως αναφέρεται στο βιβλίο. Είναι η χρονιά της παγκόσμιας έκθεσης του Παρισιού, στην οποία οικοδομήθηκε ο πύργος του Eiffel, σηματοδοτώντας την είσοδο του μηχανικού στην τέχνη του οικοδομείν και την πρωτοκαθεδρία της κατασκευαστικής τεχνολογίας πάνω στην ιστορία και την αρχαιολογία. Η έκθεση αποτέλεσε αφετηρία της κυριαρχίας του Παρισιού στην πρωτοπορία των καλών και των βιομηχάνων τεχνών για αρκετές δεκαετίες, και ο πύργος, που κατασκευάστηκε για τις εφήμερες ανάγκες της, εγκαταστάθηκε μόνιμα ως έμβλημα της πόλης και της νεωτερικότητας. Η ίδια η επιλογή της χρονιάς ορίζεται από την εκατονταετία της Γαλλικής Επανάστασης, την οποία τιμά, επιβεβαιώνοντας την πολιτική μετάλλαξη των μοντέρνων καιρών στην κατεύθυνση της δημοκρατίας. Τέχνη, πολιτική, τεχνολογία και αρχιτεκτονική συνεργάζονται στενά στα χρόνια που ακολουθούν, παρά τις απρόβλεπτες και βίαιες αναταράξεις. Το 1889 δεν είναι λοιπόν μια συμβατική ημερομηνία. Είναι φορτισμένη με πολλαπλά ιστοριογραφικά νοήματα.
Το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον είναι ίσως λιγότερο σαφές ως προσδιορισμός στον τίτλο, αλλά αποτυπώνει τη βαθύτερη διάσταση της νέας εποχής, που υπαινίχθηκα παραπάνω. Η αρχιτεκτονική κρινόταν για αιώνες, και ως το τέλος του 19ου αιώνα, με κριτήριο της σχέση που είχε αναπτύξει με το παρελθόν. Οι καλύτεροι απόφοιτοι της γαλλικής Ecole des Beaux-Arts κέρδιζαν το βραβείο της Ρώμης και μελετούσαν για δυο χρόνια αρχαιότητες στην Ιταλία και αργότερα στην Ελλάδα, για να μάθουν να κάνουν τα αριστουργήματα της δικής τους σύγχρονης εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Charles Garnier, που μελετά την αρχαία Αίγινα το 1852 και αποδίδει το 1875 το αριστούργημα της Οπερας του Παρισιού. Τότε ακόμα, οι αρχιτέκτονες δημιουργούν το νέο με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Η κρίσιμη στροφή θα γίνει λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή κτιρίων θα αρχίσουν να γίνονται χωρίς την ιστορία, με τα υλικά και την τεχνολογία που δεν γνώρισε το παρελθόν, και αποκλειστικό στόχο το μέλλον. Σε αυτή τη νέα κατάσταση, οι πρωτοπόροι θα είναι μηχανικοί, όπως ο Eiffel, τους οποίους θα ακολουθήσουν οι αρχιτέκτονες.
Η τρίτη σημαντική πτυχή του βιβλίου είναι η παγκοσμιότητα του βλέμματος. Την υπονοεί ο αγγλικός υπότιτλος, a worldwide history, αλλά είναι κάτι πολύ σημαντικότερο από μια γεωγραφική διεύρυνση. Σχεδόν όλες οι ιστορίες της αρχιτεκτονικής του εικοστού αιώνα ήταν προσανατολισμένες στην πρωτοπορία του μοντέρνου, όπως αναδύονταν στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία ή αργότερα στις ΗΠΑ, και δευτερευόντως ή καθόλου στην «περιφέρεια» και στις εθνικές εκφράσεις. Η δεύτερη διάσταση αποτελούσε αντικείμενο άλλων, περιφερειακών ιστοριών, που διεκδικούσαν μια ερμηνεία της σχέσης με το επίκεντρο. Στο βιβλίο του Cohen, η προφανής κυριαρχία των μεγάλων μοντέρνων συνυπάρχει με τις περιφερειακές εκδοχές, που εκφράστηκαν επιδιώκοντας ομοιότητα, διαφορά ή απόκλιση, από το Μαρόκο ως την Κίνα, και βεβαίως την Ελλάδα. Ο Cohen μπορεί να το κάνει αυτό γιατί είναι μέρος μιας κοσμοαντίληψης που συμβαδίζει με τη μετάλλαξη της ιστορίας στη δική μας εποχή, αλλά τρέφεται και από τη δική του διαπολιτισμική προσέγγιση: τη δυνατότητα να ζει ταυτόχρονα σε πολλές χώρες, να μιλά πολλές γλώσσες, να γράφει για την αρχιτεκτονική όλου του κόσμου αφού τη δει με τα δικά του μάτια και τη φωτογραφίσει με δικό του φακό.
Εως τους μεταμοντέρνους
Το βιβλίο που ξεκινά το 1889 διατρέχει περισσότερα από 100 χρόνια και πραγματεύεται εξίσου τις αναζητήσεις των «μεταμοντέρνων», δηλαδή της νεωτερικής παρουσίας του παρελθόντος που διεκδικήθηκε από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Δεινός μελετητής της ιταλικής πρωτοπορίας των χρόνων εκείνων, o Cohen χειρίζεται με κριτική ματιά και γνώση μια περίοδο που βίωσε, όπως και εγώ, και είναι πια μέρος της ιστορίας, όσο είναι και μέρος του τρόπου σκέψης της γενιάς μας. Η σχέση αυτή προσδίδει στην ιστορική ματιά μια απόσταση και μια ουδέτερη κριτική στάση, σε σύγκριση με την πολεμική ματιά των ιστορικών του εικοστού αιώνα. Σηματοδοτεί συνεπώς το πέρασμα σε μια ιστοριογραφική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής στην οποία ο συγγραφέας μετέχει εξίσου της αρχιτεκτονικής και των επιστημών του ανθρώπου, ως ενεργό στοιχείο της πραγματικότητας που διαρκώς εξελίσσεται.
Το βιβλίο αυτό είναι σίγουρα ιδανικό για τους σπουδαστές των αρχιτεκτονικών σχολών, αλλά απευθύνεται εξίσου σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό, γιατί είναι τεκμηριωμένο, γλαφυρό, ζωντανό, πλούσια εικονογραφημένο και μεταγραμμένο στα ελληνικά από τη δημιουργική γλώσσα του Πέτρου Μαρτινίδη.
O Παναγιώτης Τουρνικιώτης είναι καθηγητής της Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Απόσπασμα
Μετά τον πόλεμο
«Μολονότι ο προωθημένος μοντερνισμός δεν χαρακτηρίζει όλα τα σχέδια που μελετώνται στην Ευρώπη κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαπενταετία, η διαδικασία του εκμοντερνισμού κυριαρχεί παντού, ανεξάρτητα από τη φαινόμενη μορφή των πόλεων. Είτε τα κτίσματα στοιχίζονται κανονικά είτε σκορπίζονται άτυπα, είτε διαθέτουν κεκλιμένες στέγες είτε επίπεδες, η προτεραιότητα που δίνεται στις υποδομές και η έμφαση στο λειτουργικό zoning, η προσαρμογή στην εποχή του αυτοκινήτου και η χρήση της τεχνικής των παραγωγικών αλυσίδων είναι οικουμενικές. Την καλύτερη απόδειξη αποτελεί η ευκολία με την οποία ακόμη και οι αρχιτέκτονες που υποχρεώνονται να ακολουθήσουν το λάβαρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού μπορούν, σε λίγα χρόνια, να εντάξουν το έργο τους στην κατηγορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ο ρόλος των εκκλησιών, των θεολόγων και των θρησκευτικά πιστών αρχιτεκτόνων σε αυτή τη φάση ανασύστασης των σοκαρισμένων από τον πόλεμο κοινωνιών. Το όραμα ενός σύγχρονου καθολικισμού είναι θεμελιώδες στο ενδιαφέρον του Rudolph Schwarz για τη δημιουργία αρονικών αστικών κοινοτήτων. Η δε επιθεώρηση L’ art sacre παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη γαλλογερμανική συμφιλίωση κατά την αρχή της δεκαετίας του 1950, όπως και στην προώθηση του μοντέρνου ιδιώματος σε θρησκευτικά κτίσματα. Στη συνέχεια, η επίδραση της φιλοσοφίας του πατρός Teilhard de Chardin, ο οποίος αποπειράται να συνδέσει τον χριστανισμό με τη θεωρία του Δαρβίνου, θα αποδειχθεί σημαντική για τον βιομήχανο Adriano Olivetti και τον αρχιτέκτονα Paolo Soleri.
Οι ανακατασκευές φέρνουν σε στενή συνεργασία διαπρεπείς αρχιτέκτονες και πολεοδόμους με τα όργανα του κεντρικού κράτους ή τις τοπικές αρχές και εικονογραφούν καλά την αντίθεση που ο αμερικανός ιστορικός Henry-Russell Hitchcock είχε επισημάνει, μεταξύ “ιδιοφυούς” και “γραφειοκρατικής” αρχιτεκτονικής. Η πρώτη αποτελεί ένα “καλλιτεχνικό στοίχημα”, όπως το σχέδιο του Frank Loyd Wright για το μουσείο Guggenheim, που μόλις τότε είχε παρουσιαστεί, ενώ από τη δεύτερη απουσιάζει κάθε συμβολικό βεληνεκές, καθώς προκύπτει από τη δουλειά των μεγάλων κατασκευαστικών γραφείων που ο πόλεμος ευνόησε να γεννηθούν. Παρά τον επείγοντα χαρακτήρα αντιμετώπισης των ερειπίων, δίνονται ευκαιρίες σε “ιδιοφυείς” προτάσεις, αλλά στη δεκαετία του 1950 θα κυριαρχήσει η αρχιτεκτονική των μεγάλων γραφείων, την οποία θα ενισχύσει το πέρασμα από την ανοικοδόμηση στην πολιτική της μαζικής παραγωγής κατοικιών και δημόσιων κτιρίων». (Σελ. 255, από το κεφάλαιο 23: «Μεταξύ tabula rasa και horror vacui: ανοικοδόμηση και αναγέννηση»)
Jean-Louis Cohen
Η αρχιτεκτονική μετά το 1889,
Με το βλέμμα
στο μέλλον
Μετάφραση Πέτρος Μαρτινίδης. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2019.