Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο Ρόντρικ Μπίτον είναι βρετανός φιλόλογος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, αλλά και αναγνωρισμένος μελετητής και θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού. Ξεκινά αυτό το εξαιρετικό βιβλίο με την παρακολούθηση της πορείας που ακολούθησαν οι λέξεις Ελληνας και Ελλάδα. Το ελληνικό έθνος έχει την τύχη ή την ατυχία να έχει δυο προγόνους: Την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο ως συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Κατά τη βυζαντινή περίοδο το να ονομάζεται κανείς Ελλην ήταν ταυτόσημο με το να θεωρείται ειδωλολάτρης. Οι ελληνόφωνοι δεν ένιωθαν συμφιλιωμένοι με το παλιό όνομα «Ελληνες» και προτιμούσαν το «Ρωμαίοι» και αργότερα το Ρωμιοί. Μόνο μετά τον 18ο αιώνα ο όρος συνδέθηκε ξανά με την αρχαιότητα. Τελικά ο «Ελληνας» ταυτίστηκε πολιτισμικά με τη Δύση και ο «Ρωμιός» με τις παραδοσιακές κουλτούρες.
Το μεγάλο δίλημμα που ταλανίζει από τότε το ελληνικό έθνος αφορά την αντίθεση ανάμεσα στη «σχολή» που επιδιώκει την ευθυγράμμιση με τη Δύση μέσω συμμαχιών και τη «σχολή» της προσκόλλησης στην Ορθόδοξη παράδοση και τις πολιτισμικές συνδηλώσεις της ή στην εθνική αυτάρκεια μακριά από δυτικές δεσμεύσεις και εξαρτήσεις; Τη δεκαετία του 1820 αλλά και τη δεκαετία του 1940 οι Ελληνες αλληλοσκοτώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους που αφορούσαν και αυτόν τον διαχωρισμό. Αλλά και ο διαχωρισμός μνημόνιο- αντιμνημόνιο αυτόν τον χαρακτήρα είχε. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα εξέτασε σοβαρά την εναλλακτική λύση της συμπαράταξης με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν. Αυτό όμως που αξίζει εδώ ιδιαίτερης προσοχής είναι ο διαχωρισμός που κάνει ο συγγραφέας μεταξύ ελληνικού έθνους και ελληνικού κράτους. Ενας διαχωρισμός που λύνει περίτεχνα το δίλημμα αν η Ελλάδα ανήκει στη Δύση ή στην Ανατολή. «Ενώ το έθνος κατέληγε πάντα να ευθυγραμμίζεται (κατά το μάλλον ή ήττον) με τη Δύση, (το κράτος) δεν ευθυγραμμίστηκε ποτέ ομόφωνα ή χωρίς τεράστιο κόστος (σ. 37).
Το ελληνικό έθνος - κράτος θα γεννιόταν μετά από μια σειρά συναντήσεων ανάμεσα στη χριστιανική Ευρώπη (Δύση) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Ανατολή) στο διάστημα 1718-1797. Αρχικά αυτό συνέβη στις τρεις παραμεθόριες περιοχές (Επτάνησα, Παραδουνάβιες Ηγεμονίες - Κριμαία ). Αυτή είναι μια περίοδος όπου οι ελληνικές ελίτ αποτελούμενες από τη μεσαία τάξη και όχι από την αριστοκρατία διασχίζουν τα σύνορα μεταφέροντας εμπορεύματα, ιδέες και ανθρώπους έρχονται σε ώσμωση με τη Δύση. Από την άλλη όμως την ίδια εποχή η αίσθηση της κοινής θρησκείας αλλά και η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στους ορθόδοξους λαούς που ευρίσκονταν υπό την οθωμανική κυριαρχία συνθέτει αυτό που πολύ μεταγενέστερα ονομάστηκε «ορθόδοξη κοινοπολιτεία». Να οι δυο δρόμοι τους οποίους αξίζει κανείς να παρακολουθήσει, αν θέλει πραγματικά να γνωρίσει την μετ' εμποδίων πορεία της Ελλάδας προς τη νεωτερικότητα. Ο ελληνικός Διαφωτισμός, κατά τον Μπίτον, αν υπήρξε πραγματικά, δεν είχε καμιά πρωτότυπη συνεισφορά στη φιλοσοφία ή στην επιστήμη. Ηταν μόνο μια μορφή ανακάλυψης του ελληνικού έθνους από τις ελίτ. Ευρωπαίοι και Ελληνες διαφωτιστές δεν συνάντησαν ο ένας τον άλλο.
Δεν υπήρχαν όμως μόνο οι ελίτ, υπήρχαν και γεωργοί, κτηνοτρόφοι, μικρέμποροι, ψαράδες, ναυτικοί, μοναχοί και κατώτερος κλήρος. Πληθυσμοί που ζούσαν σε συνθήκες πολύ σκληρές, όπου η σπανιότητα των διαθέσιμων πόρων δεν αρκούσε για τη συντήρηση όλων. Εναλλακτική λύση ήταν η ληστεία και η εναλλαγή θέσεων μεταξύ ληστών και αρματολών. Αυτό όμως έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς Ελληνες να είναι ετοιμοπόλεμοι. Η συμπεριφορά αυτών των στρωμάτων εξαρτιόταν από την αίσθηση της υπερηφάνειας και της ντροπής και της αμοιβαίας καχυποψίας και εχθρότητας απέναντι στον άλλο και όχι από τον ορθό λόγο. Σ' αυτά τα στρώματα κυριαρχούσαν στοιχεία όπως η βαθιά αφοσίωση στην Ορθοδοξία και οι συλλογικές μνήμες για τη χαμένη Βασιλεύουσα.
Η επανάσταση
Μετά το 1797 όλα ήταν έτοιμα για να φυτευτεί ο σπόρος της Επανάστασης. Διανοούμενοι σαν τον Ρήγα Φεραίο ήταν οι σπορείς του. Ο Ρήγας αποτελεί τον προπομπό μιας νέου είδους αυτοδιάθεσης που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως «εθνική». Ο δε Αδαμάντιος Κοραής συνέδεσε την ελευθερία του Ρήγα με την καταγωγή του έθνους. Για τον Κοραή το έθνος προσδιορίζει την κληρονομιά και όχι το αντίθετο. Ενώ η «Ελληνική Νομαρχία», ένα καθαρά αντικληρικαλιστικό έργο, ήταν ακριβώς λόγος περί ελευθερίας, όχι παντού νηφάλιος, στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου. Ολα ήταν έτοιμα για την εμφάνιση της Φιλικής Εταιρείας. Το μειονέκτημα της οποίας ήταν ότι δεν είχε κάποιο αναμφισβήτητο ηγέτη. Συνέπεσαν τρεις λόγοι που οδήγησαν στην Επανάσταση. Πρώτον, η ανάπτυξη του θαλάσσιου και χερσαίου εμπορίου κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων είχε ανασχεθεί. Δεύτερον, ο Αλή Πασάς προχώρησε σε εξέγερση κατά της Πύλης και τρίτον η Φιλική Εταιρεία βρήκε τον ηγέτη της στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν κάθοδος στην αγριότητα και στην ωμή βία. Δεν υπάρχει χώρος εδώ να παραμείνουμε στις μάχες που οδήγησαν στις αρχικές επιτυχίες, στον μετέπειτα εμφύλιο, στην κατάρρευση και στη σχεδόν από λάθος σωτηρία από τους ξένους στο Ναυαρίνο. Από τη μια πλευρά στεκόταν ο από πολλούς αδικημένος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος από την πρώτη στιγμή διείδε ότι το μέλλον του ελληνικού έθνους εξαρτιόταν από τις συμμαχίες του με τους ισχυρούς και κυρίως με την Αγγλία και από την άλλη ο Κολοκοτρώνης και οι οπλαρχηγοί ήταν οι πρώτοι κήρυκες της ελληνικής «αυτάρκειας», με γλυκοκοιτάγματα προς την ορθόδοξη Ρωσία. Ο Μαυροκορδάτος και οι ομοϊδεάτες του ήθελαν μια συγκεντρωτική διακυβέρνηση με σύγχρονους ως επί το πλείστον θεσμούς και οι οπλαρχηγοί επιδίωκαν μια αποκεντρωμένη ως επί το πλείστον τοπική εξουσία. Ο Καποδίστριας που επιδίωκε τον εκσυγχρονισμό με αυταρχικές μεθόδους πλήρωσε με τη ζωή του ακριβώς αυτή την αντίθεση. Εδώ όμως αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η πρωτότυπη θέση του εξαιρετικού Μπίτον πως η Ελλάδα αποτέλεσε τον σκαπανέα της εμφάνισης του έθνους κράτους. Σύμφωνα με τον βρετανό καθηγητή οι ιστορικοί της οικοδόμησης των εθνών στην Ευρώπη δεν έχουν ακόμη αποδώσει την οφειλόμενη σημασία στο 1821 για την οικοδόμηση των εθνών - κρατών. Μόνο μετά το 1821 ακολούθησαν άλλες χώρες όπως το Βέλγιο, η Ιταλία και τα άλλα βαλκανικά κράτη τον ίδιο δρόμο για την ανεξαρτησία.
Οι πρώτος βασιλέας Οθωνας (1833-1862) αλλά και ο δεύτερος Γεώργιος Α' (1863-1913) ανέλαβαν να βασιλέψουν σε μια χώρα διχασμένη από τις προϋποθέσεις και τις βάσεις της. Ενώ και η σύγκρουση μεταξύ Χαρίλαου Τρικούπη(1832- 1896) και Θεόδωρου Δηλιγιάννη (1824-1905) αντανακλούσε τον διχασμό του ελληνικού έθνους ανάμεσα στην προτεραιότητα των δυτικών θεσμών και την προτεραιότητα των παραδοσιακών συμπεριφορών και των συναδουσών σ' αυτές συμφερόντων. «Οπως δείχνει η διπλή κληρονομιά από τους προγόνους της η Ελλάδα δεν ανήκει μόνο στη Δύση. Ανήκει επίσης στην Ανατολή… Δεν είναι είτε/είτε, αλλά τόσο/όσο και» (σ. 36-37). Αυτό που προσωπικά θεωρώ μεγάλη συνεισφορά του Μπίτον, είναι πως δεν υποκύπτει στις «σειρήνες» της θεωρίας περί «πρώιμου εκδημοκρατισμού» (προοδευτικό Σύνταγμα από το 1843, καθολική ψηφοφορία ανδρών και αρχή της δεδηλωμένης νωρίτερα ακόμη και από πιο «δυτικά» κράτη). Και δεν υποκύπτει γιατί πολύ ορθά βλέπει πως αυτοί οι θεσμοί ακυρώνονταν από την αντίσταση της ιδεολογίας της αυτάρκειας. Κάτι παρόμοιο έγινε και επί Βενιζέλου (συμμετοχή στην Αντάντ ή ουδέτερη Ελλάδα;), ο οποίος αν μη τι άλλο διπλασίασε την Ελλάδα. Το μεγαλείο αυτής της επέκτασης επισκιάστηκε από τη Μικρασιατική Καταστροφή και από τους βαλκανικούς εθνικισμούς, κυρίαρχη θέση εντός των οποίων κατείχε και η διαμάχη για τη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Διαμάχη που ας ελπίσουμε ότι λύθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Νεότεροι διχασμοί
Αυτός ο διχασμός επανεμφανίζεται, πάλι ως τραγωδία, και στο έπος της Αντίστασης, στη σύγκρουση των αγωνιστών της Αντίστασης με τους κάθε λογής δωσίλογους από τη μια αλλά και στη σύγκρουση για την παραμονή της χώρας στη Δύση από την άλλη. Ο διχασμός ανάμεσα στους «αυτάρκεις» και στους «εκσυγχρονιστές» συνόδευε και την προσπάθεια του Κώστα Σημίτη. Ο Μπίτον παρακολουθεί με θαυμασμό το έργο του και δεν το συμψηφίζει με τα φαινόμενα διαφθοράς κατά την περίοδο 1996-2004. Στη συνέχεια ο Κώστας Καραμανλής φαίνεται αδύναμος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Ενώ το 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου καθυστέρησε να αντιληφθεί το μέγεθος της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Την εποχή των Μνημονίων χαρακτήρισε πάλι ο διαχωρισμός ανάμεσα στο ιδεώδες της αυτάρκειας που αντιμετώπιζε το κράτος σαν αγελάδα για άρμεγμα από τη μία και στην ενσωμάτωση σε μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων υπό την κυριαρχία της Δύσης από την άλλη. Βεβαίως κατά τον συγγραφέα και όσα συνέβησαν τη δεκαετία 2009-2019 δικαιολογούν τον όρο «σκαπανέας» για το ελληνικό έθνος.
Στις λίγες προβληματικές περιοχές του βιβλίου συμπεριλαμβάνω την ένταξη της ΕΔΑ στην Ακροαριστερά, τη μη παρακολούθηση του πώς ο ΣΥΡΙΖΑ με καταγωγή από τη δημοκρατική Αριστερά, κάτι που δεν αναδεικνύεται, κατέληξε να γίνει αριστερό ριζοσπαστικό και όχι ακροαριστερό κόμμα, όπως υποστηρίζει ο Μπίτον. Και κυρίως το ότι αν και «διαβάζει» περίτεχνα την υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου μη σοσιαλδημοκρατική περίοδο του ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια βλέπει το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη «να μεταμορφώνεται» σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αμφιλεγόμενη θέση, αφού το ΠΑΣΟΚ αν και εφάρμοσε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, αν και είχε έναν πραγματικά μεγάλο σοσιαλδημοκράτη ηγέτη του ύψους του Κώστα Σημίτη, δεν έγινε ποτέ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δυτικού τύπου.
Οι έλληνες αναγνώστες μπορούν να μάθουν πολλά για τον εαυτό τους από τέτοια σημαντικά βιβλία. Και πρέπει να ευγνωμονούν γι' αυτό συγγραφείς σαν τον Ρόντρικ Μπίτον. Η μετάφραση του Μενέλαου Αστερίου κατορθώνει να διατηρήσει τη γλαφυρότητα αλλά και το βάθος της γραφής του βρετανού φιλόλογου και ιστορικού.
{1BSYG}Roderick Beaton {1BSYG}{2BTIT}Ελλάδα: Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους {2BTIT}{3BEKD}Μτφ: Μενέλαος ΑστερίουΠατάκη, 2020, σελ. 574{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 22,90 ευρ{4BTIM}ώ