Τι συμβαίνει όταν ένας επαγγελματίας συγγραφέας – συνεργάτης περιοδικού υψηλών προδιαγραφών μπαίνει σε καραντίνα; Μεμψιμοιρεί και ναρκισσεύεται. Οπως ο Ζακ Μπάρον, ο ειδικός των μεγάλων συνεντεύξεων με σταρ της μουσικής, του Χόλιγουντ, της μόδας και των ευπώλητων βιβλίων που δημοσιεύονται στο ανδρικό αμερικανικό περιοδικό «GQ».

Ο Ζακ Μπάρον διαπιστώνει λοιπόν ότι οι συνεντεύξεις μέσα από μια οθόνη υπολογιστή, παρά την τεχνολογική διευκόλυνση της απευθείας συνομιλίας και θέασης των συμμετεχόντων, υπολείπονται συγκριτικά με τις ζωντανές συναντήσεις. Παρατηρεί πως «υπάρχει κάτι περίεργο και συναρπαστικό στους ανθρώπους, ειδικά στους αγνώστους. Κανένα βιβλίο και καμία ταινία δεν θα σε εκπλήξει όσο οι διακυμάνσεις της συμπεριφοράς ενός άλλου ατόμου. Τούτη την ώρα που είμαστε όλοι τόσο βαθιά αποκομμένοι ο ένας από τον άλλον, αυτό μου λείπει πιο πολύ. Τα απρόβλεπτα πράγματα που κάνει κάποιος την ώρα που βρίσκεται κοντά σου».

Και έχει δίκιο αφού η επεξεργασία των δεδομένων του φυσικού περίγυρου λειτουργεί καταλυτικά στη διαδικασία μιας συνέντευξης ή ενός θέματος. Ομως ο Ζακ Μπάρον μιλά για την εμπειρία τού γράφοντος, όντας ο ίδιος σε πλεονεκτική θέση. Αν και η νιότη του κύλησε σε πανκ και ροκ ρυθμούς επειδή ο ίδιος θέλησε να ζήσει την εποχή του, στη συνέχεια διέσχισε τον Ατλαντικό, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και μετέφερε στα ιλουστρασιόν περιοδικά τού ανδρικού γκλάμορ σπινθήρες από την πλευρά του παρατηρητή ο οποίος καλλιεργούσε το γούστο του, εκλέπτυνε τις εμπειρίες του και ωρίμαζε την κρίση του.

Ο Ζακ Μπάρον μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό των δημόσιων σχέσεων μεταξύ μεγάλων μίντια και μεγάλων σταρ και να εισέλθει στην ατμόσφαιρα ενός συγκεκριμένου χώρου κανονισμένου από τους μάνατζερ και υπεύθυνους προβολής. Είτε ήταν η σουίτα (συνήθως) ενός πεντάστερου ξενοδοχείου ή στην πιο αυθεντική εκδοχή, ο χώρος της πισίνας σε ένα απομακρυσμένο μοτέλ του Λος Αντζελες (παρέα με τον Μπραντ Πιτ).

«Δεν λέω ότι είναι αδύνατον να κάνεις μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη μέσω τηλεφώνου ή μέσω Zoom, Skype ή FaceTime ή ακόμα και με σήματα καπνού. Το έχω κάνει αναγκαστικά στο παρελθόν και θα το ξανακάνω, ελπίζω, στο μέλλον. Απλά, δεν είναι το ίδιο… Πριν από κάθε συνέντευξη, και τώρα και πάντα, με πιάνει απίστευτη νευρικότητα. Κάθε φορά. Πώς θα είναι αυτό το άτομο από κοντά; Η στιγμή πριν από την αρχική επαφή είναι να ατενίζεις το άγνωστο. Τα πάντα φαίνονται πιθανά. Νιώθω σαν να μην περιμένω τόσο να συναντήσω ένα ζωντανό ον όσο μια ασχημάτιστη μάζα που μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, μια μαύρη τρύπα με συναισθήματα. Και μετά εμφανίζεται μπροστά μου και αμέσως σχεδόν παίρνει ανθρώπινη υπόσταση. Αμέσως, είναι ένας από εμάς: ένας συνδυασμός από γνωρίσματα, στοιχεία, τικ και προτάσεις που ξεκινούν, σταματούν και ξεκινούν ξανά, παράλληλα με τη γλώσσα του σώματος και με το βλέμμα που προδίδει χαρά ή λύπη ή τίποτα απολύτως. Τότε είναι που ξεκινά η δουλειά μου. Και δεν βλέπω την ώρα να επιστρέψω σ’ αυτήν».