«Στην παράστασή μας θα ενώσουμε την ποίηση με το θέατρο», γράφει στο σημείωμα του προγράμματος ο Στρατής Πασχάλης, που υπογράφει τη σύνθεση κειμένου στην παράσταση «Δόξα Κοινή». Μια φράση τόσο απλή, σχεδόν απλοϊκή, με μια φιλόδοξη πρόθεση και ένα υπόγειο «θράσος»: Γιατί μοιάζει με άθλο και η υλοποίηση της ιδέας αλλά και το αποτέλεσμα, αν αποδειχτεί λειτουργικό και επικοινωνήσει με τον θεατή.
«Υπάρχει ένα βαθύς συντηρητισμός που απαγορεύει την ποιητική έκφραση», σημειώνει αντιστοίχως ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου, ξεχωρίζοντας στο δικό του κείμενο κάποιες φράσεις από εκείνες που ειπώθηκαν στις πρόβες. Και ευτυχώς αυτός ο συντηρητισμός απουσιάζει από την «Δόξα Κοινή», έχοντας αντικατασταθεί με μιαν αλήθεια και μια ακεραιότητα.
Ποίηση και δράση, ποίηση και σκηνική ενέργεια, με παρόντες τους έλληνες ποιητές ιδωμένους όχι με τρόπο ακαδημαϊκό αλλά βιωμένο και προσωπικό: Με αφετηρία το «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου (Οκτάνα, Ικαρος, 1993), ένα ποίημα για τον έρωτα και τον θάνατο, Πασχάλης και Τάρλοου δημιουργούν επί σκηνής ένα θέαμα λέξεων και αισθήσεων, εικόνων και ήχων, χωρίς καμία σοβαροφανή διάθεση. Αντιθέτως: Η παράσταση «εκθέτει» τους ποιητές, ξεγυμνώνοντας σχεδόν τις «προθέσεις» τους, καθώς αφήνει τους στίχους να κυλήσουν ανάμεσα στις αισθήσεις και τα σώματα. Είναι τολμηρή η παράσταση, όχι γιατί αγκαλιάζει και εκπέμπει έναν αισθησιασμό αλλά γιατί έχει την πρόθεση να κάνει οικεία την ποίηση. Και κυρίως γιατί τα καταφέρνει.
Μέσα από μια ομάδα νέων ηθοποιών, με τον έμπειρο Γιάννη Νταλιάνη να ενσωματώνει τον ποιητικό λόγο του Εμπειρίκου, η «Δόξα Κοινή» με τρόπο πρωτότυπο, σχεδόν «ελαφρύ», σωματοποιεί το αίσθημα που γεννούν οι στίχοι και κηρύσσει την έναρξη μιας πολύχρωμης, πολύβουης και συνάμα σιωπηλής και εσωτερικής παράστασης: Σαπφώ, Καβάφης, Σολωμός, Πολυδούρη, Ελύτης, Καββαδίας, Καρυωτάκης, Εγγονόπουλος, Σεφέρης μπλέκουν φωνές και γλωσσικά ιδιώματα μέσα στο τελετουργικό τοπίο που παρουσιάζει ο Δημήτρης Τάρλοου, βασισμένος στο υλικό που συνέθεσε ο Στρατής Πασχάλης.
Σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, μέσα κι έξω μας, διαχέονται και μπερδεύονται ο πόθος, η ηδονή, ο έρωτας, ο πόνος, η απόρριψη, η ικανοποίηση και πόσα άλλα αισθήματα και αισθήσεις. Μετά από όλη αυτή την ποιητική διαδρομή και επιστρέφοντας στην «Οδό των Φιλελλήνων», η αλήθεια της παράστασης συναντά μια αυθεντική, δυστυχώς ξεχασμένη, ελληνικότητα - πνεύμα και φως. Γιατί όπως λέει και ο ποιητής «Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως!» - με τη φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου να κλείνει τη θεατρική αυτή εμπειρία.
Ενα τραπέζι (ή πολλά μαζί ενωμένα), γεμάτο μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες, άλλοτε ως τόπος συνάντησης και συνεύρεσης και άλλοτε ακόμα και ως «πασαρέλα», αποτελεί το σκηνικό, μια δημιουργία της Εύας Μανιδάκη, εμπνευσμένη και λειτουργική. Δίπλα, πάνω, κάτω, πίσω από αυτό ο θίασος, μια χούφτα νέων ανθρώπων, έδωσαν ζωή σε κάθε λέξη - εξαιρετικοί ένας προς έναν.
Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό το αποτέλεσμα στο Πορεία: Η «Δόξα Κοινή» είναι μια πλήρης θεατρική εμπειρία (60λεπτης διάρκειας), αλλά φτιαγμένη εξ΄ολοκλήρου από ποιήματα που γεννά κάτι σπάνιο: Μια αίσθηση ψυχικής ανάτασης, που την παίρνεις μαζί σου φεύγοντας.
Ο «Νικηφόρος» πέθανε...
Περισσότερα από πενήντα χρόνια στο θέατρο είχε ο Δημήτρης Τσούτσης που έφυγε από τη ζωή την περασμένη εβδομάδα, εκ των οποίων τα 36 ήταν στο Εθνικό Θέατρο, όπου συμμετείχε σε παραστάσεις ρεπερτορίου. Επαιξε με την Παξινού και τον Μινωτή, συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Σολομός, ο Βολανάκης ή ο Ευαγγελάτος. Ηταν παρών, ως το τέλος, σε παραστάσεις και εκδηλώσεις, παρακολουθούσε συστηματικά τα καλοκαίρια το αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο. Αποτελούσε αστείρευτη πηγή διηγήσεων για πρόσωπα και πράγματα όπως τα είχε ζήσει στα παρασκήνια. Και ζωγράφιζε. Κι όμως: Ενας ρόλος, ένας τηλεοπτικός ρόλος, αυτός του καναλάρχη «Νικηφόρου» σε μια επιτυχημένη, πράγματι, σειρά της μικρής οθόνης, τους «Δύο ξένους», έμελλε να γίνει η «ταυτότητά» του. Και αυτή η «ταυτότητα» να συνοδεύσει με μεγάλη ευκολία όλα όσα γράφτηκαν (ευτυχώς με κάποιες εξαιρέσεις) τις τελευταίες ημέρες για τον θάνατό του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο και σίγουρα δεν θα είναι ούτε η τελευταία. Στην εποχή της εικόνας και των social media, στην εποχή που αρκεί μια φωτογραφία ή μια φράση στο Διαδίκτυο για να καταστήσει κάποιον γνωστό, το βιογραφικό, το πραγματικό βιογραφικό, έχει δευτερεύουσα σημασία. Αδιάφορο αν ό,τι γράφεται δεν είναι αντιπροσωπευτικό ή αν αδικεί. Το ζήτημα είναι να πουλήσει η είδηση – είτε αφορά στη ζωή είτε στον θάνατο.
Ο Τσούτσης, όπως έναν χρόνο πριν, τι σύμπτωση, ο φίλος και συνάδελφός του Τρύφων Καρατζάς, έφευγε από τη ζωή ως «ο πατέρας της Λίλης» στην άλλη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά, το «Λαβ σόρυ», και πολλοί ακόμα, είναι θύματα αυτής της νοοτροπίας. Καλλιτέχνες όπως οι προαναφερθέντες, άνθρωποι με παιδεία, ευγένεια, ήθος, που τίμησαν την τέχνη τους, αποτελούν είδος που όλο και λιγοστεύει. Γι΄αυτό και αξίζουν – άξιζαν, της αντίστοιχης μεταχείρισης. Με μεγάλη ευκολία το δημιουργικό παρελθόν καλύπτεται από ένα επιφανειακό παρόν, δημιουργώντας μια ημιτελή ή και ψεύτικη εικόνα. Ισως γιατί υπερτερεί το εντυπωσιακό και το γρήγορο. Και έτσι καταλήγουμε στο «πέθανε ο Νικηφόρος»...