Η ελληνική οικονομία, έπειτα από πολύ καιρό, φαίνεται πως βρίσκεται σε ένα θετικό μομέντουμ. Οπωσδήποτε η κυβερνητική αλλαγή έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Για να το αντιληφθεί κανείς αυτό, αρκεί να δει ότι όποιες άλλες ενδείξεις έχουμε για τη φετινή χρονιά είτε για τον ρυθμό ανάπτυξης από το πρώτο αλλά και, ως φαίνεται, από το δεύτερο τρίμηνο είτε από τα στοιχεία για τον τουρισμό δεν είναι οι καλύτερες δυνατές.

Το πρόβλημα που συμπιέζει τους ρυθμούς μεγέθυνσης τα τελευταία χρόνια, πέρα από το πολιτικό ρίσκο και την εντελώς ανεύθυνη οικονομική πολιτική που ακολουθεί η προηγούμενη κυβέρνηση – για την οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αμνηστευτεί -, είναι όχι μόνο η ανυπαρξία του δημοσιονομικού χώρου αλλά και η καταστροφική προκυκλική πολιτική των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και των υπερπλεονασμάτων που παρεμπόδισε και συνεχίζει να παρεμποδίζει κάθε οικονομική δραστηριότητα μέσω των υπερβολικών φόρων και κυρίως εισφορών. Αν μπορούσαμε έστω για μία χρονιά να καταργήσουμε το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 3,5% εξ ολοκλήρου, ίσως την επόμενη χρονιά το απόλυτο ποσό που χρειαζόμαστε να είχε επιτευχθεί μόνο μέσω της αύξησης του ΑΕΠ.

Με άλλα λόγια, δυνητικός πλούτος αφαιρείται μέσω της πρωθύστερης φορολογικής και εισφοροφορολογικής αφαίμαξης. Εάν υπήρχε κάποια πολιτική ευελιξία από τους Ευρωπαίους, θα μπορούσε ενδεχομένως να συμφωνηθεί και να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση της χώρας να συγκεντρώσει τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί στο σύνολο των επόμενων τριών ετών. Δηλαδή τη χρονιά του 2020 θα μπορούσε το δημοσιονομικό πλεόνασμα να είναι σημαντικά μειωμένο και το βάρος να πέσει το 2021 και το 2022. Να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη ανέχτηκαν το ακριβώς αντίθετο τα τελευταία έτη. Δηλαδή να υπάρχει υπερπλεόνασμα δημοσιονομικό το 2016-2018, πράγμα που εμπόδισε την οικονομία να αναπτυχθεί, ενώ υπήρχαν αδρανείς πόροι στην οικονομία.

Μια άλλη εκδοχή είναι η δραστική περικοπή των δαπανών, η οποία όμως προσκρούει στο ότι η πλειοψηφία αυτών είναι για δαπάνες μισθών και συντάξεων. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται καθόλου μια περικοπή δαπανών μέσω διαρθρωτικών αλλαγών, αν και αυτές αναμένεται να έχουν πολιτικό κόστος. Για παράδειγμα, η αποκέντρωση, η πραγματική αποκέντρωση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με δεδομένο το δημογραφικό πρόβλημα αλλά και την ανάγκη για ποιοτική εκπαίδευση, θα επέτρεπε τον περιορισμό της σπατάλης. Είναι γνωστό ότι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ο αριθμός των εκπαιδευτικών σε σχέση με τους μαθητές και σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα είναι μεγάλος, ενώ το αποτέλεσμα, όπως δείχνουν όλες οι τεχνικές μελέτες, είναι εντελώς πενιχρό. Οσον αφορά τα πανεπιστήμια, με τη λογική της πανεπιστημιοποίησης των πάντων και την είσοδο όλων σχεδόν χωρίς κριτήρια, έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση υποβάθμισης της ποιότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου που παρέχεται από τα πανεπιστήμια στην αγορά και στην κοινωνία και η οποία θα φανεί προσεχώς. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το πρόβλημα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι ότι συνολικά, φυσικά πάντα με μικρές εξαιρέσεις, τα πανεπιστήμια έχουν μετατραπεί σε χώρους κοινωνικοποίησης της νεολαίας μας και όχι σπουδών και εκπαίδευσης. Ανάλογες αλλαγές πρέπει να γίνουν με την αλλαγή του νομικού καθεστώτος των νοσοκομείων αλλά και άλλων φορέων.

Τελικώς, ίσως τρόποι δημοσιονομικού χώρου υπάρχουν, παρά τα μεγάλα προβλήματα. Ερωτηματικό πάντως παραμένει η ισχύς των αντιδράσεων όταν η αποφασιστική αυτή κυβέρνηση επιχειρήσει, και θα το κάνει, να τις αντιμετωπίσει.

* Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ανώτερος εταίρος στο Ινστιτούτο Brookings